Στις 12 Οκτωβρίου του 1904 ο Παύλος Μελάς με τις αντάρτικες ομάδες του Πύρζα και του Καραλίβανου ακροβολίζονται στο δάσος έξω από το χωριό Στάτιστα. Τους πιάνει, όμως, καταρρακτώδης βροχή και ο Παύλος Μελάς διατάζει τους Άνδρες να μπουν στο χωριό για να βρουν καταφύγιο και να στεγνώσουν.
Βρίσκουν καταλύματα στα σπίτια του χωριού και ο Παύλος Μελάς έρχεται σε συζητήσεις με τον μoυχτάρη και τους άλλους προεστούς για να τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων και να οργανώσει την άμυνά τους κατά των κομιτατζήδων.
Σαν έγειρε ο ήλιος της άλλης μέρας (13 Οκτωβρίου), μία γυναίκα έντρομη μπαίνει στο χωριό φωνάζοντας πως είδε τουρκικό στρατό να έρχεται από το Κονοπλάτι.
Ειδοποιούνται αμέσως όλα τα καταλύματα. Ο Παύλος Μελάς διατάζει τους Άνδρες να μείνουν στις θέσεις τους και να μην πυροβολήσει κανείς τους μέχρι νεωτέρας.
Μια ομάδα του τουρκικού αποσπάσματος, το οποίο είχε εν τω μεταξύ ειδοποιήσει ο εξαρχικός Μήτρος Βλάχος, πλησιάζει το μαχαλά που βρίσκεται το σπίτι, στο οποίο έχει καταλύσει ο Παύλος Μελάς με τέσσερα Παλικάρια.
Με τους υποκόπανους των όπλων αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα του απέναντι σπιτιού, όπου είναι κρυμμένοι άλλοι εφτά και, καθώς δεν παίρνουν απάντηση, φωνάζουν:
«-Θα κάψουμε το σπίτι!»
Ο Παύλος Μελάς με τον Ντίνα έχουν πιάσει τα παράθυρα και κοντά τους είναι ο Στρατινάκης· ο Πύρζας φυλάει πίσω από την πόρτα και ο Πέτρος είναι πιο πίσω. Σε λίγο οι στρατιώτες αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα αυτού του σπιτιού.
Τότε ο Παύλος Μελάς σηκώνει το ντουφέκι του και πυροβολεί· αρχίζουν όλοι να πυροβολούν. Οι Τούρκοι σκορπίζουν και πιάνουν θέσεις. Πυροβολούν και αυτοί και σε λίγο σταματά το τουφεκίδι.
Τότε ο Στρατινάκης προτείνει να κατέβουν στο κάτω μέρος του σπιτιού για να μην τους βάλουν φωτιά και καούν. Κατεβαίνουν από την ξύλινη ανεμόσκαλα στο μικρό στάβλο από κάτω. Ο Παύλος Mελάς είναι κοντά στην πόρτα. Κοιτάζει από τη χαραμάδα έξω τον τούρκο στρατιώτη που πλησιάζει και τον πυροβολεί.
Αρχίζει να νυχτώνει και ο Παύλος Μελάς με τα τέσσερα Παλικάρια βγαίνουν στην αυλή. Τότε ακούγεται ένας πυροβολισμός και ο Πάυλος Mελάς γυρίζει πίσω λέγοντας:
«-Στη μέση με πήρε, παιδιά...»
Μπαίνει μέσα και κάθεται· φωνάζει κοντά του τον Πύρζα, βγάζει το σταυρό από το λαιμό του, του τον δίνει και του λέει:
«- Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το ντουφέκι μου στο Μίκη (το γιο του). Και να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκαμα.»
Ξεζώνεται και τον παίρνουν τα αίματα· η σφαίρα έχει τρυπήσει το κεμέρι του και πέφτουν λίρες κατά γης.
Αρχίζει να πονάει και όσο περνάει η ώρα πονάει περισσότερο. Ο Πύρζας είναι δίπλα του. Ο Παύλος Μελάς ονομάζει τα παιδιά του και λέει συνέχεια «πονώ» και «σκοτώστε με».
Δεν μπορεί πια να κουνηθεί. «Πονώ» είπε σιγά και ξεψύχησε...
Ο Πύρζας παίρνει τα χαρτιά και τα άλλα πράγματα του Μελά και αφήνει το σώμα στη φροντίδα των χωρικών που το θάβουν έξω από το χωριό σε μέρος ασφαλές. Οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί τίποτα.
Λίγες μέρες αργότερα ο Κύρου από το Ζέλοβο στέλνει πίσω το Ντίνα να φέρει το σώμα. Ο Ντίνας φθάνει στη Στάτιστα και ξεθάβει το σώμα, όταν φαίνεται τουρκικός στρατός. Τότε κόβει βιαστικά το κεφάλι, το βάζει σε ένα σακίδιο και το πηγαίνει στο Ζέλοβο και από εκεί στο Πισοδέρι, όπου ο Παπα-Σταύρος το θάβει με όλες τις τιμές στο παρεκκλήσι της Αγ.Παρασκευής εμπρός από την Ωραία Πύλη.
Οι Τούρκοι στο μεταξύ παίρνουν το ακέφαλο σώμα και το φέρνουν στην Καστοριά, χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο σκοτωμένος Αρχηγός. Τότε ο επίσκοπος Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ζητά με επιμονή να ενταφιάσει το σώμα του χριστιανού και τελικά κατορθώνει να του το παραδώσουν. Την άλλη μέρα Κυριακή πριν τον όρθρο το θάβει στο ναό των Ταξιαρχών κοντά στη μητρόπολη της Καστοριάς.
Ο θάνατος του Μελά διαδίδεται σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον κλαίνε. Το τέλος του είναι εκείνο που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί. Έχει το νόημα της θυσίας, συνταράζει ολόκληρο το Έθνος και παρακινεί πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατό του.
Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας είναι υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του Παύλου Μελά γίνεται υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού. H θυσία του πετυχαίνει ό,τι καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και δείχνει στον κόσμο ολόκληρο πως ο ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν έχει χαθεί.
(Διασκευασμένο κείμενο από την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”)
Θνητοί, τῷ Ἀθανάτω τό γόνυ κλίνατε!
Δείτε και αυτό: http://www.youtube.com/watch?v=mAD0Fog0biw&feature=related
Βρίσκουν καταλύματα στα σπίτια του χωριού και ο Παύλος Μελάς έρχεται σε συζητήσεις με τον μoυχτάρη και τους άλλους προεστούς για να τονώσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων και να οργανώσει την άμυνά τους κατά των κομιτατζήδων.
Σαν έγειρε ο ήλιος της άλλης μέρας (13 Οκτωβρίου), μία γυναίκα έντρομη μπαίνει στο χωριό φωνάζοντας πως είδε τουρκικό στρατό να έρχεται από το Κονοπλάτι.
Ειδοποιούνται αμέσως όλα τα καταλύματα. Ο Παύλος Μελάς διατάζει τους Άνδρες να μείνουν στις θέσεις τους και να μην πυροβολήσει κανείς τους μέχρι νεωτέρας.
Μια ομάδα του τουρκικού αποσπάσματος, το οποίο είχε εν τω μεταξύ ειδοποιήσει ο εξαρχικός Μήτρος Βλάχος, πλησιάζει το μαχαλά που βρίσκεται το σπίτι, στο οποίο έχει καταλύσει ο Παύλος Μελάς με τέσσερα Παλικάρια.
Με τους υποκόπανους των όπλων αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα του απέναντι σπιτιού, όπου είναι κρυμμένοι άλλοι εφτά και, καθώς δεν παίρνουν απάντηση, φωνάζουν:
«-Θα κάψουμε το σπίτι!»
Ο Παύλος Μελάς με τον Ντίνα έχουν πιάσει τα παράθυρα και κοντά τους είναι ο Στρατινάκης· ο Πύρζας φυλάει πίσω από την πόρτα και ο Πέτρος είναι πιο πίσω. Σε λίγο οι στρατιώτες αρχίζουν να χτυπούν την πόρτα αυτού του σπιτιού.
Τότε ο Παύλος Μελάς σηκώνει το ντουφέκι του και πυροβολεί· αρχίζουν όλοι να πυροβολούν. Οι Τούρκοι σκορπίζουν και πιάνουν θέσεις. Πυροβολούν και αυτοί και σε λίγο σταματά το τουφεκίδι.
Τότε ο Στρατινάκης προτείνει να κατέβουν στο κάτω μέρος του σπιτιού για να μην τους βάλουν φωτιά και καούν. Κατεβαίνουν από την ξύλινη ανεμόσκαλα στο μικρό στάβλο από κάτω. Ο Παύλος Mελάς είναι κοντά στην πόρτα. Κοιτάζει από τη χαραμάδα έξω τον τούρκο στρατιώτη που πλησιάζει και τον πυροβολεί.
Αρχίζει να νυχτώνει και ο Παύλος Μελάς με τα τέσσερα Παλικάρια βγαίνουν στην αυλή. Τότε ακούγεται ένας πυροβολισμός και ο Πάυλος Mελάς γυρίζει πίσω λέγοντας:
«-Στη μέση με πήρε, παιδιά...»
Μπαίνει μέσα και κάθεται· φωνάζει κοντά του τον Πύρζα, βγάζει το σταυρό από το λαιμό του, του τον δίνει και του λέει:
«- Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το ντουφέκι μου στο Μίκη (το γιο του). Και να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκαμα.»
Ξεζώνεται και τον παίρνουν τα αίματα· η σφαίρα έχει τρυπήσει το κεμέρι του και πέφτουν λίρες κατά γης.
Αρχίζει να πονάει και όσο περνάει η ώρα πονάει περισσότερο. Ο Πύρζας είναι δίπλα του. Ο Παύλος Μελάς ονομάζει τα παιδιά του και λέει συνέχεια «πονώ» και «σκοτώστε με».
Δεν μπορεί πια να κουνηθεί. «Πονώ» είπε σιγά και ξεψύχησε...
Ο Πύρζας παίρνει τα χαρτιά και τα άλλα πράγματα του Μελά και αφήνει το σώμα στη φροντίδα των χωρικών που το θάβουν έξω από το χωριό σε μέρος ασφαλές. Οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί τίποτα.
Λίγες μέρες αργότερα ο Κύρου από το Ζέλοβο στέλνει πίσω το Ντίνα να φέρει το σώμα. Ο Ντίνας φθάνει στη Στάτιστα και ξεθάβει το σώμα, όταν φαίνεται τουρκικός στρατός. Τότε κόβει βιαστικά το κεφάλι, το βάζει σε ένα σακίδιο και το πηγαίνει στο Ζέλοβο και από εκεί στο Πισοδέρι, όπου ο Παπα-Σταύρος το θάβει με όλες τις τιμές στο παρεκκλήσι της Αγ.Παρασκευής εμπρός από την Ωραία Πύλη.
Οι Τούρκοι στο μεταξύ παίρνουν το ακέφαλο σώμα και το φέρνουν στην Καστοριά, χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο σκοτωμένος Αρχηγός. Τότε ο επίσκοπος Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης ζητά με επιμονή να ενταφιάσει το σώμα του χριστιανού και τελικά κατορθώνει να του το παραδώσουν. Την άλλη μέρα Κυριακή πριν τον όρθρο το θάβει στο ναό των Ταξιαρχών κοντά στη μητρόπολη της Καστοριάς.
Ο θάνατος του Μελά διαδίδεται σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον κλαίνε. Το τέλος του είναι εκείνο που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί. Έχει το νόημα της θυσίας, συνταράζει ολόκληρο το Έθνος και παρακινεί πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατό του.
Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας είναι υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του Παύλου Μελά γίνεται υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού. H θυσία του πετυχαίνει ό,τι καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και δείχνει στον κόσμο ολόκληρο πως ο ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν έχει χαθεί.
(Διασκευασμένο κείμενο από την “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”)
Θνητοί, τῷ Ἀθανάτω τό γόνυ κλίνατε!
Δείτε και αυτό: http://www.youtube.com/watch?v=mAD0Fog0biw&feature=related