Από την άποψη του γνωστικού επιπέδου, εκείνη την εποχή και οι δυο Άγιοι θεωρούνταν μεγάλοι και φημισμένοι στην Καππαδοκία. Βέβαια, οι Μιστιώτες, καταδικασμένοι όπως ήταν στην αμάθεια, δύσκολα ξεχώριζαν λεπτομέρειες του ενός από τον άλλο. Ωστόσο, είναι αξιοπρόσεκτο ότι γνώριζαν με έναν βιωματικό τρόπο να τους διακρίνουν.
Στο παρόν, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ιδιαίτερα αυτό, διότι είναι άγνωστο από πότε στο Μιστί ειδικά άρχισαν να συγχέουν τους δυο Αγίους. Εκείνο που συμπεραίνεται έμμεσα από τους σύγχρονους πληροφορητές είναι ότι ο ιδιαίτερος βίος και η φυσιογνωμία του Αγίου Βλασίου ήταν πολύ γνώριμη στην παλαιότερη καππαδοκική παράδοση αλλά μάλλον από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς μέχρι τις μέρες μας οι περισσότεροι έπαψαν να τη γνωρίζουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρατηρείται μέχρι σήμερα, συχνά να αποκαλούν με το όνομα «Βασίλειος» τόσο εκείνους που βαφτίστηκαν έτσι όσο κι εκείνους που βαφτίστηκαν «Βλάσιος». Αυτό συμβαίνει κυρίως στα προσφυγικά χωριά. Κοινό δε χαϊδευτικό συνηθίζεται το όνομα «Βάσος». Πέραν της λεκτικής σύγχυσης διαφαίνεται ένα σαφές γνωστικό σφάλμα, καθώς διατηρούνταν από πολλούς τα προηγούμενα χρόνια η εντύπωση ότι οι δυο Άγιοι είναι το ίδιο πρόσωπο.
Πραγματικά, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για τους παλαιότερους. Όσο οι Μιστιώτες ζούσαν στην Μικρά Ασία, σέβονταν και τους δυο Αγίους και τους τιμούσαν διακριτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημοπρασία και περιφορά των εικόνων που παλιά γίνονταν στις 11 Φεβρουαρίου. Μπορεί να μην πολυθυμόντουσαν σε ποιανού τη Χάρη αφιέρωσαν επίσημα τη Μεγάλη Εκκλησία, αλλά και τους δυο Αγίους τους συναισθάνονταν δικούς τους. Αυτό γίνεται φανερό από τις ίδιες τις αφηγήσεις των Χριστιανών που στην πλειονότητά τους δεν θεωρούσαν άγνωστη ούτε την ταυτότητα του «Αγιο-Βασίλη που έρχεται από την Καισαρεία» ούτε του «Αγιο-Βλάση που τους προστατεύει από τα θηρία». Πρώτα-πρώτα τους διέκριναν από το χρώμα των μαλλιών και της γενειάδας. Ο Άγιος Βλάσιος είχε άσπρη κι ο Άγιος Βασίλειος μαύρη γενειάδα. Έπειτα τους διέκριναν από τα συμβάντα που έλεγαν ότι βίωσε το χωριό. «Ο Άγιος Προστάτης τους», έλεγαν, «ήταν ένας παππούλης που κάποτε τον έβλεπαν να περπατά έξω από την εκκλησιά, άλλοτε στέκονταν στο ιερό και κοίταζε τους πιστούς,…είχε άσπρα μαλλιά και άσπρα γένια….ήταν ο Αϊ-Βλάσης, αυτός που τους προστατεύει όταν βγαίνουν να δουλέψουν στα χωράφια». Επίσης, έλεγαν ότι, η Μεγάλη Εκκλησία όπως και η παλιά υπόγεια εκκλησία ήταν αφιερωμένες στον ίδιο αυτόν Άγιο.
Κυρίως όμως τους διέκριναν από τον τόπο όπου ήταν θαμμένοι. Αυτήν ήταν μια δυνατή βιωματική εμπειρία που τους έδινε συνειδητή γνώση για τον Άγιο. Ήξεραν ότι κάτω από τον ναό είχαν κρυμμένο το σκήνωμα του Αγίου Βλασίου που έφεραν από τη Σεβάστεια ενώ κάθε χρόνο μέσα στο χιόνι βάδιζαν μέρες για να πάνε στο καθιερωμένο προσκύνημα του ορεινού τόπου όπου θεωρούνταν ότι ήταν θαμμένος ο Αϊ-Βασίλης της Καισάρειας. Το έθιμο του προσκυνήματος αυτού γίνονταν μια φορά κάθε έτος και συνοδεύονταν με ολόκληρη τελετουργία. Βάδιζαν μέρα-νύχτα στο κρύο, για να πάνε να προσφέρουν τα δώρα (λάδι, θυμίαμα, βασιλόψωμο, κ.λπ.) και είχαν ακόμη και παραδοσιακό χορό με τα βήματα της πορείας αυτής, τον χορό «Αϊ-Βασιλή», με θρησκευτικό χαρακτήρα.
Μέσα σε όλα αυτά τα στοιχεία, πρέπει να αναφερθούν κι άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τις αντιλήψεις και τις συνήθειες των Μιστιωτών. Οι πληροφορητές παραδίδουν ότι οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς, όσο ήταν εν ζωή, συνήθιζαν συχνά στην προσευχή τους να παρακαλούν «Αϊ- Βλασίτσι μ' λιάρωσέ με» που σημαίνει «Άγιε Βλασίτση μου γιάτρεψέ με». Άλλοτε πάλι να λένε «όταν πηγαίναμε στου Αϊ- Βασιλειού την εκκλησιά...». Δηλαδή χρησιμοποιούσαν και τα δυο ονόματα. Αυτό φαινομενικά δείχνει ότι η χρήση των δυο ονομάτων γίνεται επιρρεπής σε μια γλωσσική ταύτιση. Γίνεται κατανοητό πως δεν είχαν λόγο να μην συνηθίσουν την ίδια ταύτιση όταν, τις Κυριακές μέσα στο εκκλησίασμα, αντίκριζαν και ασπάζονταν το παρεκκλήσιο του Αγίου Βασιλείου. Κατά συνέπεια, ήταν αναμενόμενο, ενώ γνωρίζουν ότι πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα εντούτοις να μπερδεύουν πότε ενεργεί το ένα και πότε το άλλο. Αυτό μπορεί να παρατηρήσει κανείς και στις ιστορίες που αφηγούνται. Συμβαίνει δηλαδή κάποτε να αφηγούνται τις ίδιες ιστορίες και για τα δυο πρόσωπα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν δυο πρόσωπα Αγίων. Με άλλα λόγια, το γλωσσικό σφάλμα μπορεί να οδηγεί σε νοητική ταύτιση ως προς συμβάντα του βίου καθενός Αγίου αλλά όχι σε νοητική ταύτιση ως προς την ταυτότητα των προσώπων αυτών.
Εν τέλει, που μπορεί κανείς να αποδώσει την μεταγενέστερη χονδροειδή σύγχυση και την άγνοια περί της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του Αγίου Βλασίου; Στο μειωμένο ενδιαφέρον για μάθηση, οπωσδήποτε. Αν παλαιότερα η αγραμματοσύνη λησμονεί το όνομα του ναού, τότε μεταγενέστερα η αμάθεια ξεχνά την ταυτότητα του Αγίου Βλασίου, αφού κανείς δεν επιδιώκει να μελετήσει τους βίους των Ορθόδοξων Αγίων.
Τι άλλη απάντηση μπορεί να δοθεί σε τόσους προβληματισμούς; Μα μήπως οι ίδιοι θα είχαν προβληματιστεί; Άλλωστε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες η παιδεία και ο σκεπτικισμός εγκλωβίζονταν σε δογματισμούς. Αν ρωτούσε ένας μαθητής «γιατί έτσι;», του απαντούσαν μόνον «γιατί έτσι!». Οι εκδηλώσεις της συνθήκης αυτής πάνω στα καθημερινά δρώμενα του λαού, μπορούν να συνοψίζονται στο εξής :
Οι εμπειρίες των αγραμμάτων διδάσκονται από τη συνήθεια και η συνήθεια κατευθύνει απλοϊκά τη γλώσσα των αμαθών.
Πραγματολογικά στοιχεία
Υπάρχει ακόμη ένα πραγματολογικό στοιχείο που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο και δεν έχει επισημανθεί παρά σε ελάχιστες πηγές. Κάποιοι παλαιότερα ανέφεραν ότι το θρησκευτικό πανηγύρι ήταν διήμερο. Την πρώτη μέρα ήταν πρωτοχρονιά και γιόρταζαν τον Άγιο Βασίλειο. Την δεύτερη 14 μέρα, πιστεύεται ότι, γιόρταζαν τον Άγιο του ναού δηλαδή τον Άγιο Βλάσιο. Φαίνεται ότι πολλοί μεταγενέστεροι Μιστιώτες το αγνοούσαν κι αυτό.
Γεγονός είναι ωστόσο, ότι το πανηγύρι ήταν φημισμένο σε όλη την περιοχή και όλοι λέγανε «πάμε στο Μιστί για τη γιορτή τ’Αϊ- Βασιλειού» . Δηλαδή υπήρχε μια γενικότερη εξοικείωση τους στη χρήση του ονόματος του Αγίου Βασιλείου.
Με όλα αυτά τα παραδείγματα, γίνεται σε κάποιον κατανοητή η γλωσσική και η νοητική νοοτροπία, εξαιτίας της οποίας η πλειοψηφία ξέχασε το όνομα της εκκλησίας.
Οι περιηγητές – τα γραπτά κείμενα
Ανεξάρτητα από τις ενδείξεις που βρίσκονται μέσα στον ναό και τη νοοτροπία των πιστών, οι ξένοι μελετητές φαίνεται ότι εξακρίβωσαν την πληροφορία ότι η Εκκλησία του Μιστί ήταν «επ’ ονόματι του Αγίου Βλασίου», χωρίς να έχουν αμφιβολία.
Αυτό βεβαιώνουν οι περιηγητές και οι συγγραφείς οι οποίοι πραγματεύονται κατόπιν έρευνας το θέμα της ονομασίας του ναού και δεν κάνουν αποσπασματικές αναφορές.
Πραγματικά, οι πλέον έγκριτες πηγές αναφέρουν την εκκλησία ως εκκλησία του «Αϊ- Βλάση» 15. Ο Κωστάκης για παράδειγμα, ο οποίος έκανε επιστάμενη έρευνα για το Μιστί, γράφει ξεκάθαρα ότι η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Βλάσιο. Αποδίδει όμως την εκκλησία στον Άγιο Βασίλειο μόνον όταν αναφέρεται σε λεκτικές εκφράσεις των Μιστιωτών ή όταν αναφέρεται στο σκεπτικό τους. Έχει ενδιαφέρον να διαπιστωθεί πόσοι άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ξεκάθαρα το όνομα «Αϊ- Βλάσης» για την εκκλησία αυτή. Τα σχετικά εδάφια παρατίθενται παρακάτω, στο κεφάλαιο «Εδάφια σχετικά με τον ναό, την Μεγάλη Εκκλησία του Μιστί». Η εκκλησία άνηκε στον Άγιο Βλάσιο, παραδόξως όμως οι Μιστιώτες συχνά την αποκαλούσαν «του Αγίου Βασιλείου».
Παρακάτω, παραθέτονται κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες κι ο καθένας ας τις συνεκτιμήσει κατά τη δική του κρίση.
Στο παρόν, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ιδιαίτερα αυτό, διότι είναι άγνωστο από πότε στο Μιστί ειδικά άρχισαν να συγχέουν τους δυο Αγίους. Εκείνο που συμπεραίνεται έμμεσα από τους σύγχρονους πληροφορητές είναι ότι ο ιδιαίτερος βίος και η φυσιογνωμία του Αγίου Βλασίου ήταν πολύ γνώριμη στην παλαιότερη καππαδοκική παράδοση αλλά μάλλον από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς μέχρι τις μέρες μας οι περισσότεροι έπαψαν να τη γνωρίζουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρατηρείται μέχρι σήμερα, συχνά να αποκαλούν με το όνομα «Βασίλειος» τόσο εκείνους που βαφτίστηκαν έτσι όσο κι εκείνους που βαφτίστηκαν «Βλάσιος». Αυτό συμβαίνει κυρίως στα προσφυγικά χωριά. Κοινό δε χαϊδευτικό συνηθίζεται το όνομα «Βάσος». Πέραν της λεκτικής σύγχυσης διαφαίνεται ένα σαφές γνωστικό σφάλμα, καθώς διατηρούνταν από πολλούς τα προηγούμενα χρόνια η εντύπωση ότι οι δυο Άγιοι είναι το ίδιο πρόσωπο.
Πραγματικά, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για τους παλαιότερους. Όσο οι Μιστιώτες ζούσαν στην Μικρά Ασία, σέβονταν και τους δυο Αγίους και τους τιμούσαν διακριτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημοπρασία και περιφορά των εικόνων που παλιά γίνονταν στις 11 Φεβρουαρίου. Μπορεί να μην πολυθυμόντουσαν σε ποιανού τη Χάρη αφιέρωσαν επίσημα τη Μεγάλη Εκκλησία, αλλά και τους δυο Αγίους τους συναισθάνονταν δικούς τους. Αυτό γίνεται φανερό από τις ίδιες τις αφηγήσεις των Χριστιανών που στην πλειονότητά τους δεν θεωρούσαν άγνωστη ούτε την ταυτότητα του «Αγιο-Βασίλη που έρχεται από την Καισαρεία» ούτε του «Αγιο-Βλάση που τους προστατεύει από τα θηρία». Πρώτα-πρώτα τους διέκριναν από το χρώμα των μαλλιών και της γενειάδας. Ο Άγιος Βλάσιος είχε άσπρη κι ο Άγιος Βασίλειος μαύρη γενειάδα. Έπειτα τους διέκριναν από τα συμβάντα που έλεγαν ότι βίωσε το χωριό. «Ο Άγιος Προστάτης τους», έλεγαν, «ήταν ένας παππούλης που κάποτε τον έβλεπαν να περπατά έξω από την εκκλησιά, άλλοτε στέκονταν στο ιερό και κοίταζε τους πιστούς,…είχε άσπρα μαλλιά και άσπρα γένια….ήταν ο Αϊ-Βλάσης, αυτός που τους προστατεύει όταν βγαίνουν να δουλέψουν στα χωράφια». Επίσης, έλεγαν ότι, η Μεγάλη Εκκλησία όπως και η παλιά υπόγεια εκκλησία ήταν αφιερωμένες στον ίδιο αυτόν Άγιο.
Κυρίως όμως τους διέκριναν από τον τόπο όπου ήταν θαμμένοι. Αυτήν ήταν μια δυνατή βιωματική εμπειρία που τους έδινε συνειδητή γνώση για τον Άγιο. Ήξεραν ότι κάτω από τον ναό είχαν κρυμμένο το σκήνωμα του Αγίου Βλασίου που έφεραν από τη Σεβάστεια ενώ κάθε χρόνο μέσα στο χιόνι βάδιζαν μέρες για να πάνε στο καθιερωμένο προσκύνημα του ορεινού τόπου όπου θεωρούνταν ότι ήταν θαμμένος ο Αϊ-Βασίλης της Καισάρειας. Το έθιμο του προσκυνήματος αυτού γίνονταν μια φορά κάθε έτος και συνοδεύονταν με ολόκληρη τελετουργία. Βάδιζαν μέρα-νύχτα στο κρύο, για να πάνε να προσφέρουν τα δώρα (λάδι, θυμίαμα, βασιλόψωμο, κ.λπ.) και είχαν ακόμη και παραδοσιακό χορό με τα βήματα της πορείας αυτής, τον χορό «Αϊ-Βασιλή», με θρησκευτικό χαρακτήρα.
Μέσα σε όλα αυτά τα στοιχεία, πρέπει να αναφερθούν κι άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τις αντιλήψεις και τις συνήθειες των Μιστιωτών. Οι πληροφορητές παραδίδουν ότι οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς, όσο ήταν εν ζωή, συνήθιζαν συχνά στην προσευχή τους να παρακαλούν «Αϊ- Βλασίτσι μ' λιάρωσέ με» που σημαίνει «Άγιε Βλασίτση μου γιάτρεψέ με». Άλλοτε πάλι να λένε «όταν πηγαίναμε στου Αϊ- Βασιλειού την εκκλησιά...». Δηλαδή χρησιμοποιούσαν και τα δυο ονόματα. Αυτό φαινομενικά δείχνει ότι η χρήση των δυο ονομάτων γίνεται επιρρεπής σε μια γλωσσική ταύτιση. Γίνεται κατανοητό πως δεν είχαν λόγο να μην συνηθίσουν την ίδια ταύτιση όταν, τις Κυριακές μέσα στο εκκλησίασμα, αντίκριζαν και ασπάζονταν το παρεκκλήσιο του Αγίου Βασιλείου. Κατά συνέπεια, ήταν αναμενόμενο, ενώ γνωρίζουν ότι πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα εντούτοις να μπερδεύουν πότε ενεργεί το ένα και πότε το άλλο. Αυτό μπορεί να παρατηρήσει κανείς και στις ιστορίες που αφηγούνται. Συμβαίνει δηλαδή κάποτε να αφηγούνται τις ίδιες ιστορίες και για τα δυο πρόσωπα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν δυο πρόσωπα Αγίων. Με άλλα λόγια, το γλωσσικό σφάλμα μπορεί να οδηγεί σε νοητική ταύτιση ως προς συμβάντα του βίου καθενός Αγίου αλλά όχι σε νοητική ταύτιση ως προς την ταυτότητα των προσώπων αυτών.
Εν τέλει, που μπορεί κανείς να αποδώσει την μεταγενέστερη χονδροειδή σύγχυση και την άγνοια περί της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του Αγίου Βλασίου; Στο μειωμένο ενδιαφέρον για μάθηση, οπωσδήποτε. Αν παλαιότερα η αγραμματοσύνη λησμονεί το όνομα του ναού, τότε μεταγενέστερα η αμάθεια ξεχνά την ταυτότητα του Αγίου Βλασίου, αφού κανείς δεν επιδιώκει να μελετήσει τους βίους των Ορθόδοξων Αγίων.
Τι άλλη απάντηση μπορεί να δοθεί σε τόσους προβληματισμούς; Μα μήπως οι ίδιοι θα είχαν προβληματιστεί; Άλλωστε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες η παιδεία και ο σκεπτικισμός εγκλωβίζονταν σε δογματισμούς. Αν ρωτούσε ένας μαθητής «γιατί έτσι;», του απαντούσαν μόνον «γιατί έτσι!». Οι εκδηλώσεις της συνθήκης αυτής πάνω στα καθημερινά δρώμενα του λαού, μπορούν να συνοψίζονται στο εξής :
Οι εμπειρίες των αγραμμάτων διδάσκονται από τη συνήθεια και η συνήθεια κατευθύνει απλοϊκά τη γλώσσα των αμαθών.
Πραγματολογικά στοιχεία
Υπάρχει ακόμη ένα πραγματολογικό στοιχείο που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο και δεν έχει επισημανθεί παρά σε ελάχιστες πηγές. Κάποιοι παλαιότερα ανέφεραν ότι το θρησκευτικό πανηγύρι ήταν διήμερο. Την πρώτη μέρα ήταν πρωτοχρονιά και γιόρταζαν τον Άγιο Βασίλειο. Την δεύτερη 14 μέρα, πιστεύεται ότι, γιόρταζαν τον Άγιο του ναού δηλαδή τον Άγιο Βλάσιο. Φαίνεται ότι πολλοί μεταγενέστεροι Μιστιώτες το αγνοούσαν κι αυτό.
Γεγονός είναι ωστόσο, ότι το πανηγύρι ήταν φημισμένο σε όλη την περιοχή και όλοι λέγανε «πάμε στο Μιστί για τη γιορτή τ’Αϊ- Βασιλειού» . Δηλαδή υπήρχε μια γενικότερη εξοικείωση τους στη χρήση του ονόματος του Αγίου Βασιλείου.
Με όλα αυτά τα παραδείγματα, γίνεται σε κάποιον κατανοητή η γλωσσική και η νοητική νοοτροπία, εξαιτίας της οποίας η πλειοψηφία ξέχασε το όνομα της εκκλησίας.
Οι περιηγητές – τα γραπτά κείμενα
Ανεξάρτητα από τις ενδείξεις που βρίσκονται μέσα στον ναό και τη νοοτροπία των πιστών, οι ξένοι μελετητές φαίνεται ότι εξακρίβωσαν την πληροφορία ότι η Εκκλησία του Μιστί ήταν «επ’ ονόματι του Αγίου Βλασίου», χωρίς να έχουν αμφιβολία.
Αυτό βεβαιώνουν οι περιηγητές και οι συγγραφείς οι οποίοι πραγματεύονται κατόπιν έρευνας το θέμα της ονομασίας του ναού και δεν κάνουν αποσπασματικές αναφορές.
Πραγματικά, οι πλέον έγκριτες πηγές αναφέρουν την εκκλησία ως εκκλησία του «Αϊ- Βλάση» 15. Ο Κωστάκης για παράδειγμα, ο οποίος έκανε επιστάμενη έρευνα για το Μιστί, γράφει ξεκάθαρα ότι η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Βλάσιο. Αποδίδει όμως την εκκλησία στον Άγιο Βασίλειο μόνον όταν αναφέρεται σε λεκτικές εκφράσεις των Μιστιωτών ή όταν αναφέρεται στο σκεπτικό τους. Έχει ενδιαφέρον να διαπιστωθεί πόσοι άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ξεκάθαρα το όνομα «Αϊ- Βλάσης» για την εκκλησία αυτή. Τα σχετικά εδάφια παρατίθενται παρακάτω, στο κεφάλαιο «Εδάφια σχετικά με τον ναό, την Μεγάλη Εκκλησία του Μιστί». Η εκκλησία άνηκε στον Άγιο Βλάσιο, παραδόξως όμως οι Μιστιώτες συχνά την αποκαλούσαν «του Αγίου Βασιλείου».
Παρακάτω, παραθέτονται κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες κι ο καθένας ας τις συνεκτιμήσει κατά τη δική του κρίση.