Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς
Άρδην τ. 80
Άρδην τ. 80
Ένα απόσπασμα από το εκτενές κείμενο του Γ. Καραμπελια "Ιστορικό βάθος έναντι στρατηγικού επεκτατισμού" που θα διαβάσετε στο Άρδην που κυκλοφορεί.
Οι Τούρκοι, όντως, χρησιμοποίησαν ορισμένους Έλληνες ραγιάδες, μετά την κατάκτηση, ως ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους, διότι οι ίδιοι ήταν μάλλον αγράμματοι –παρότι περιοδικά τους καρατομούσαν–, καθώς και τους Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους εμπόρους, δεδομένου ότι οι ίδιοι κρατούσαν στα χέρια τους μόνο τον στρατό και τη διοίκηση. Όλα αυτά υπήρξαν συνέπεια της ταχύτατης επέκτασης ενός νομαδικού και σχετικά ολιγάριθμου λαού, σε μια τεράστια έκταση, που άρχιζε από το Μαρόκο και έφθανε στη Βιέννη. Υποχρεωτικά, λοιπόν, υπήρξε ένας «καταμερισμός εργασίας», που ανέθεσε σε τμήματα των κατακτημένων λαών κάποιες λειτουργίες, που στην Αίγυπτο, π.χ., περιελάμβαναν τους Μαμελούκους, στους Άραβες τους τοπικούς φυλάρχους, κ.λπ. Όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες πραγματοποιούσαν έναν ανάλογο καταμερισμό, που στηριζόταν στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διέθετε ο κατακτητικός λαός. Οι Έλληνες, με τον Αλέξανδρο, διέθεταν την τεράστια πολιτιστική τους υπεροχή έναντι των κατακτημένων λαών, γι’ αυτό και στηρίχτηκαν στην γλώσσα και τον πολιτισμό κατ’ εξοχήν. Οι Ρωμαίοι διέθεταν το «συγκριτικό πλεονέκτημα» της κρατικής οργάνωσης και της δημιουργίας υποδομών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα –δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία–, το Βυζάντιο στηριζόταν σε ένα συνδυασμό του ελληνικού πολιτισμού, της ρωμαϊκής οργάνωσης και της ορθόδοξης πνευματικότητας. Οι αυτοκρατορίες των μογγολικών και τουρανικών φύλων, από την Κίνα έως την Ινδία, την Περσία, την αραβική Αυτοκρατορία, τη Ρωσία και την οθωμανική Αυτοκρατορία, πλεονεκτούσαν αποφασιστικά στον τομέα του πολέμου και μειονεκτούσαν στους λοιπούς. Γι’ αυτό και παντού η ηγεμονία τους στηριζόταν στην προτεραιότητα του ξίφους και θα προσπαθεί να χρησιμοποιεί εγχώριους, που διέθεταν ανώτερο πολιτισμό, στους υπόλοιπους τομείς. Όταν όμως, μπροστά στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που έφερε η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, οι Οθωμανοί Τούρκοι απώλεσαν και το συγκριτικό πλεονέκτημα του ξίφους, διότι πλέον η στρατιωτική κυριαρχία απαιτούσε υψηλό βαθμό οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συγκρότησης, άρχισε η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, που την οδήγησε στα πρόθυρα της πλήρους αποσύνθεσης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Νεότουρκοι και ο Κεμάλ διέγνωσαν την ανάγκη της μετάβασης στο εθνιστικό στάδιο των Τούρκων, ως συνέχεια του αυτοκρατορικού. Δηλαδή την οικοδόμηση ενός ομοιογενούς –κατά το δυνατόν– τουρκικού έθνους, με την εκδίωξη και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων και εθνών και την ενσωμάτωση των μουσουλμανικών πληθυσμών στον τουρκισμό. Αυτή η στρατηγική ολοκληρώθηκε με την εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το 1955-1960, και τη δημιουργία, συχνά εκ του μηδενός, και με την άμεση κρατική στήριξη, μιας εγχώριας βιομηχανίας, ενός συνεκτικού εκπαιδευτικού μηχανισμού και ενός κράτους που να διοικείται εξ ολοκλήρου από Τούρκους. Πλέον το νέο τουρκικό κράτος δεν είχε ανάγκη από Έλληνες ή Αρμενίους για να διαχειρίζονται την οικονομία του, αντίθετα τους εξόντωσε και ανέδειξε μια νέα εθνική τουρκική ελίτ στη θέση τους. Το μόνο σημείο αποτυχίας αυτής της στρατηγικής υπήρξε η εθνική επιβίωση των Κούρδων, που, σε αντίθεση με άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, δεν εντάχθηκαν στο μουσουλμανικό-κεμαλικό melting pot. Και εδώ βρίσκεται η διαστρέβλωση που επιχειρεί όλη η φιλο νέο-οθωμανική ελληνική ελίτ –πολιτικοί και διανοούμενοι. Παρουσιάζουν τον κεμαλισμό ως αντίπαλο του ισλάμ, ενώ στην πραγματικότητα ο κεμαλισμός επεχείρησε –και επέτυχε σε μεγάλο βαθμό– να μετατρέψει το τουρκικό ισλάμ σε τουρκικό έθνος. Ο δε νεο-οθωμανισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «επιστροφή» του τουρκισμού ως αποφασιστικού παράγοντα στην περιοχή, με βάση την εσωτερική οικονομική, δημογραφική και στρατιωτική ισχύ του τουρκικού έθνους. Η καταιγιστική επανεμφάνισή του αποτελεί συνέπεια της κρίσης όλων σχεδόν των αντιπάλων του στην περιοχή και έχει ως αφετηρία την επιτυχημένη εισβολή στην Κύπρο το 1974, όπου, καθόλου τυχαία, στην προεδρία της κυβερνήσεως βρισκόταν ο «κεμαλιστής» Ετσεβίτ και στην αντιπροεδρία ο «ισλαμιστής» Ερμπακάν. Εν συνεχεία, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού στρατοπέδου, η ουσιαστική διάλυση του αραβικού κόσμου με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ, η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και η εσωτερική οικονομική ηθική και πνευματική παρασιτοποίηση της Ελλάδας, προσέφεραν ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη του νεο-οθωμανισμού. Για τριανταπέντε χρόνια, τουλάχιστον, όλα μοιάζουν να είναι ευνοϊκά για την Τουρκία, εκτός από το κουρδικό αγκάθι. Ο νεο-οθωμανισμός εμφανίζεται, και εν μέρει συνιστά, μια όψη της ισλαμο-κεμαλικής σύνθεσης, διότι η ενίσχυση του ισλάμ, σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο, προσφέρει την ευκαιρία στην Τουρκία να χρησιμοποιήσει και την ισλαμική παράμετρο, παράλληλα με τα λοιπά οικονομικά και γεωστρατηγικά της όπλα. Έτσι, το ισλάμ αποτελεί ένα όπλο για την αποδυνάμωση της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, την επαναπροσέγγιση με όλες τις μουσουλμανικές μειονότητες ή πλειονότητες –όπως στην Αλβανία– των Βαλκανίων, για επανασύνδεση με τις τουρκόφωνες ή μη μουσουλμανικές χώρες της Κεντρικής Ασίας, για την διείσδυση στον αραβικό κόσμο. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν δεν υπήρχε κάποιο γηγενές ισλαμικό κύμα στο εσωτερικό της Τουρκίας, θα έπρεπε να εφευρεθεί! Γι’ αυτό και την απαρχή της γενικευμένης επανισλαμοποίησης της Τουρκίας θα την βρούμε στον ακραιφνή κεμαλικό στρατηγό Κενάν Εβρέν, που με σύμβουλο τον Οζάλ, θα ενισχύσει τους μουσουλμανικούς μεντρεσέδες και τις ισλαμικές οργανώσεις στην Τουρκία, μετά το 1980. Ο τουρκισμός, επειδή θέλει να ενσωματώσει τους κουρδικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό, και να παρέμβει στο εξωτερικό έχει ανάγκη από το ισλάμ, κατά τον ίδιο τρόπο που, στα 1922, είχε ανάγκη από τον κεμαλισμό για να συγκροτήσει εσωτερικά το τουρκικό έθνος-κράτος.
Οθωμανισμός και νεοθωμανισμός
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Τούρκοι δεν έχουν πλέον ανάγκη τους Έλληνες, ως «μεσολαβητές» με τη Δύση ή ως οικονομικούς «ενδιάμεσους», διότι και τη μεσολάβηση με τη Δύση την έχουν αναλάβει πλέον οι ίδιοι αυτοπροσώπως και με εξαιρετική αποτελεσματικότητα, και στο οικονομικό πεδίο αποτελούν ήδη την 17η χώρα στον κόσμο από την άποψη του ΑΕΠ. Σε τι λοιπόν θα χρειάζονταν την Ελλάδα και τους Έλληνες νεο-φαναριώτες; Και όμως, ο κύριος Γιανναράς πιστεύει πως μπορεί να κάνει κάποιες «υποδείξεις» στον Νταβούτογλου στο αμέσως επόμενο άρθρο-επιφυλλίδα του («Νεο-οσμανιδών και Βρυξελλών γεφύρωση», Καθημερινή, 6 Σεπτεμβρίου 2009.)
Θα είχε ενδιαφέρον ένας Έλληνας να υποδείξει στον κ. Νταβούτογλου τη δυνατότητα, προκειμένου να καταστεί η Τουρκία άξονας πολιτιστικής συνοχής (με συνέπειες πολιτικής συνύπαρξης) των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας. Αν αποδεχθεί την υπόδειξη, τότε ο Ελληνας θα μπορούσε να παζαρέψει τη συμπερίληψη και της Ελλάδας στην πολιτική συνύπαρξη. [ ]Θα μπορούσε επομένως να συμπεράνει κανείς ότι το πολιτικό όραμα του Αχμέτ Νταβούτογλου για την Τουρκία θα αποκτούσε ρεαλιστική βάση, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:Πρώτον, αν συνειδητοποιηθεί από τους φορείς του οράματος ότι η οθωμανική («αυτοκρατορική») προοπτική της Τουρκίας είναι ασυμβίβαστη με τον εκδυτικισμό της, άρα και με τον κεμαλισμό, τα δυτικά ιδεολογήματα περί «λαϊκού» (άθρησκου) κράτους. Τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα του λαού μοιάζει να συνειδητοποιεί αυτή την αλήθεια.[ ]Τρίτον, να λειτουργήσει η Ελλάδα ως πολιτισμικός (άρα και πολιτικός) καταλύτης δημιουργικής συμπόρευσης αυτής της μετα-βυζαντινής Ανατολής (υπό τη Νεο-οσμανική ηγεσία) με τη μετα-ρωμαϊκή Δύση (υπό την ηγεσία των Βρυξελλών). Η Δύση διεκδικεί τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κληροδοτήματος, η Τουρκία τη συνέχεια του Βυζαντίου. Η υπαγωγή του σημερινού Ελλαδισμού υπό την οθωμανική επιρροή με παράλληλη τη μετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία να επανέλθει, με ενεργό μετοχή, στο ιστορικό γίγνεσθαι ο Ελληνισμός.Αν διέσωζε ελληνικότητα το ελλαδικό κρατίδιο25.
Πρόκειται όντως για ένα εκπληκτικό σενάριο, το οποίο αγνοεί επιδεικτικά και σκανδαλωδώς την αντικειμενική πραγματικότητα. «Ένας Έλληνας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κ. Γιανναράς) υποδεικνύει στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών πως η Τουρκία μπορεί να καταστεί «άξονας πολιτιστικής συνοχής των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας». Έλληνες και Τούρκοι, Σέρβοι και Κοσοβάροι θα αποκτήσουν «πολιτιστική συνοχή» κάτω από την επικυριαρχία της Τουρκίας! Θανάσιμοι και προαιώνιοι αντίπαλοι, που μόνο μια μακρόχρονη ισορροπία δυνάμεων θα τους επέτρεπε να συμβιώσουν ειρηνικά και ισότιμα, θα ενταχθούν εθελόδουλα κάτω από την οθωμανική κυριαρχία! Και δεν βλέπει ο «Έλληνας» συνομιλητής του κ. Νταβούτογλου πως η υπαγωγή μας υπό οθωμανική κυριαρχία, στο παρελθόν, έγινε διότι οι Τούρκοι κατέλαβαν και υπέταξαν τον ελληνικό και ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και ότι οι παλαιοί Φαναριώτες είχαν υπέρ αυτών το ελαφρυντικό, ότι λειτουργούσαν υπό κατοχήν και υπηρετούσαν εξ ανάγκης τους Οθωμανούς, σε αντίθεση με τους σημερινούς εθελόδουλους, οι οποίοι επιθυμούν να υποταχθούν χωρίς καν να δώσουν τη μάχη της αυτονομίας. Ακόμα περισσότερο, ο Γιανναράς ανασυστήνει την οθωμανική Αυτοκρατορία από τις στάχτες της, ξεπερνώντας και τα πιο υπεραισιόδοξα όνειρα των Τούρκων τουρανιστών: Η Δύση της Ευρώπης ανήκει στις Βρυξέλλες και η Ανατολή στη νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την ηγεμονία της οποίας θα πρέπει ασμένως να υπαχθούμε! Έτσι, ταυτίζεται απολύτως με την αγγλοαμερικανική στρατηγική που βλέπει την Ευρώπη να διευρύνεται προς την Τουρκία, αφήνοντας απ’ έξω τον ορθόδοξο πόλο και τη Ρωσία. Και ο «ορθόδοξος» κύριος Γιανναράς αντί έστω να δει μια συμμαχία με την ορθόδοξη Ευρώπη, προτείνει την υπαγωγή μας στο φιλοδυτικό τουρκικό ισλάμ, ευθυγραμμιζόμενος απόλυτα με την αμερικανική στρατηγική. Και όμως, όπως αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει την τελευταία περίοδο, η προσπάθεια των Νταβούτογλου-Ερντογάν να μιμηθούν την οθωμανική αυτοκρατορία, όχι απλώς κατ’ αναλογίαν, αλλά κυριολεκτικώς, τους σπρώχνει να απλώνουν τα πόδια τους πολύ έξω από εκεί που φτάνει το πάπλωμά τους. Μια πολιτική που επιχειρεί να είναι ταυτόχρονα δυτική και ισλαμική, σε μια περίοδο σύγκρουσης μεταξύ Ισλάμ και Δύσης, οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδα· όπως φαίνεται να γίνεται με τη σχέση Τουρκίας-Ισραήλ, και κατ’ επέκταση τη σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ, όπως κατεδείχθη την τελευταία περίοδο με την περίπτωση της Γάζας. Και το κουρδικό αγκάθι επιταχύνει και επιδεινώνει αυτή την όξυνση. Διότι, πλέον, η Τουρκία δεν περιορίζεται στην «εκπροσώπηση» του μετριοπαθούς ισλάμ, απέναντι στη ριζοσπαστική αντιδυτική εκδοχή του Ιράν, όπως ήταν ο αμερικάνικος σχεδιασμός, αλλά εσχάτως συμμαχεί με το Ιράν. Και αυτή η δραματική μεταστροφή είναι συνέπεια του κουρδικού ζητήματος. Διότι η ίδρυση ενός ημιανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ επιτείνει τους φόβους της Τουρκίας (15-20 εκατ. Κούρδοι) και του Ιράν (12 εκατ.) με αποτέλεσμα τη σταδιακή προσέγγιση μεταξύ τους. Έτσι όμως ακυρώνεται η αμερικανο-ισραηλινή στρατηγική της αντιπαράθεσης με το Ιράν και η Τουρκία γέρνει «μονόπαντα» προς την Ανατολή. Είτε λοιπόν θα ανακρούσει πρύμναν, ακυρώνοντας ή μετριάζοντας το ισλαμικό άνοιγμα, είτε θα συνεχίσει και θα χάσει την δυτική στήριξη. Επί πλέον, ο ισλαμικός προσανατολισμός παροξύνει την αντίθεση με το λαϊκό τουρκικό στοιχείο στο εσωτερικό και ιδιαίτερα τους Αλεβίτες (πάνω από 20 εκατομ.) Ένας Αλεβίτης κουρδικής καταγωγής, ο Κεμάλ Κιλιντζάρογλου, ανεδείχθη πρόσφατα σε ηγέτη του δυτικόφιλου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και προηγείται στις δημοσκοπήσεις! Έτσι, οι κύριοι Ερντογάν και Νταβούτογλου κινδυνεύουν να χάσουν την εξουσία. Για να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο επιτείνουν τον ισλαμικό προσανατολισμό τους, απευθυνόμενοι στους σουνίτες, που αποτελούν το 70% του πληθυσμού με αποτέλεσμα να απομακρύνονται ακόμα περισσότερο από τη Δύση! Κατά συνέπεια, η εξίσωση Νταβούτογλου δεν «βγαίνει» όταν οξύνονται οι αντιπαραθέσεις στην περιοχή, αντίθετα έχει ως προϋπόθεση την «ειρήνη» του νεκροταφείου, δηλαδή ότι όλοι οι υπόλοιποι και προπαντός οι Κούρδοι, θα δέχονται αδιαμαρτύρητα την πολιτική του κυρίου καθηγητή και του αλαζόνα πρωθυπουργού του. Επειδή όμως αυτά δεν μπορούν να συμβούν στην πραγματική ζωή και η ευνοϊκή συγκυρία των δεκαετιών 1990-2000 δεν θα κρατήσει εσαεί, ο νέο-οθωμανισμός έχει όρια και η στάση των Ελλήνων νεο-οθωμανών δεν είναι ρεαλιστική, απλώς τον φόβο τους αντανακλά. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, και το βιβλίο του κυρίου Νταβούτογλου, επιχειρώντας να χύσει τον νεο-οθωμανισμό στο καλούπι του οθωμανισμού, και μάλιστα εκείνου της ακμής, δεν είναι ρεαλιστικό και αν ακολουθηθεί κατά γράμμα οδηγεί σε πολεμικές περιπέτειες. Μόνο ενδεικτικά, ως κατεύθυνση και κατ’ αναλογίαν προς τον οθωμανισμό, μπορεί να λειτουργήσει ο νεο-οθωμανισμός. Η Τουρκία δεν μπορεί να ξαναγίνει «αυτοκρατορία», όπως ονειρεύεται ο Νταβούτογλου και οι Έλληνες κολαούζοι του. Μπορεί όμως να αποπειραθεί, και το επιτυγχάνει μέχρι σήμερα, να γίνει μια σημαντική περιφερειακή δύναμη και να υποτάξει όσους από τους γείτονές της δεν προβάλλουν αντίσταση, ούτε αντιπαραθέτουν μια εναλλακτική στρατηγική.Η Τουρκία λοιπόν δεν αποτελεί τον μοναδικό και πανίσχυρο πόλο της Ανατολής. Διότι ο αραβικός κόσμος δεν θα βρίσκεται αιωνίως στη σημερινή κατάσταση καθίζησης. Η ίδια η Τουρκία στο εσωτερικό της έχει να διαχειριστεί τόσο το άλυτο κουρδικό ζήτημα, όσο και την υποβόσκουσα σύγκρουση των αλεβιτών «με την σουνιτική επανισλαμοποίηση. Τέλος μια νέα εκδοχή βαλκανικής συμμαχίας, όπως εκείνη του 1912, θα μπορούσε να αντιτάξει στον τουρκικό όγκο έναν ανάλογης δυναμικότητας βαλκανικό πόλο. Και για κάτι τέτοιο θα αρκούσε μία προϋπόθεση, να εμποδιστεί η είσοδος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα δε η ίδια η Ελλάδα, αν αποφάσιζε να αντιμετωπίσει ενεργά την τουρκική απειλή, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως έχει ακόμα ένα εισόδημα που αντιστοιχεί στα 2/5 του τουρκικού και αγωνίζεται υπέρ βωμών και εστιών. Όσο για τη Ρωσία, δεν θα βρίσκεται διαρκώς στη θέση του απλού εταίρου της Τουρκίας, ούτε στην Ελλάδα θα είναι για πολύ ακόμα πρωθυπουργός ο Γιώργος. Όλες λοιπόν οι θρηνωδίες πως είμαστε χαμένοι πριν δώσουμε τη μάχη και πως οι Τούρκοι μπορούν όποτε θέλουν «να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο κρατίδιο», αποτελούν επιχειρήματα εκείνων που δεν θέλουν να δώσουν τη μάχη, και που εξ άλλου καμία μάχη δεν έδωσαν ποτέ στη ζωή τους. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ολοκλήρωση του νεο-οθωμανισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με απλή ένταξη της Ελλάδας σε μια «νεο-οθωμανική σφαίρα», αλλά προϋποθέτει την πλήρη υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η Τουρκία συνεχίζει τη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και την επιθετικότητα στο Αιγαίο, χαλώντας το παιγνίδι των εγχώριων νεο-οθωμανών, που εμφανίζονται έτσι «οθωμανικότεροι»των Τούρκων. Ο ελληνισμός και η νεο-οθωμανική στρατηγική έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση και αυτό δεν μπορούν να το ανατρέψουν ούτε οι πολιτικοί ούτε κάποιοι διανοούμενοι είτε του εκσυγχρονιστικού και του «ανανεωτικού» χώρου, είτε του πατριαρχικού. Βέβαια, μπορούν να κάνουν και κάνουν πολλά, δηλαδή μας αφοπλίζουν, κυριολεκτικά και ιδεολογικά, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Ωστόσο δεν μπορούν, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια ακόμα, να άρουν οριστικά τους όρους του θεμελιώδους ανταγωνισμού ελληνισμού και τουρκισμού. Μέσα από μια περίεργη αναστροφή, μια πανουργία της ιστορίας, δυτικόφιλοι και διεθνιστές, άθεοι και ορθόδοξοι, αριστεροί και δεξιοί, διανοούμενοι και επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, πατριαρχικοί και βρυξελλόβιοι, καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα που με μια εμβληματική φράση –finis Graeciae– είχε συνοψίσει ο Γιανναράς: πλέον, καμία μάχη δεν αξίζει να δοθεί και θα πρέπει να παραδοθούμε στη μοίρα μας.
Μια καθολική «επαναφορά»
Δηλαδή, οι απόψεις του Γιανναρά δεν αποτελούν μία και μόνο «στιγμή» στην αρθρογραφία του, αλλά ένα σύστημα σκέψης το οποίο καθίσταται σταδιακά κυρίαρχο στον προβληματισμό του, ο οποίος εγκαινιάζει μια ολοκληρωτική μεταστροφή, από το 2005 τουλάχιστον και μετά –αρχικώς με τη λυσσαλέα επίθεση εναντίον της ελλαδικής εκκλησίας και του Χριστόδουλου– ενώ εν συνεχεία αναπτύσσεται με εξαιρετική ταχύτητα, στο βαθμό που βαθαίνουν οι σχέσεις του με το Πατριαρχείο και τον σημερινό κάτοχο του Οικουμενικού θρόνου. Εξ άλλου, στις 2 Μαΐου, θα γράψει μία ακόμα επιφυλλίδα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κυβέρνηση “επιστρατευμένης” ποιότητας», όπου θα συνδέσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με την εσωτερική και θα προτείνει τον… Βγενόπουλο για νέο εθνικό ηγέτη, με κυριολεκτικά διθυραμβικούς τόνους:
Η συνέντευξη Βγενόπουλου στους «Νέους Φακέλους» του ΣΚΑΪ (19 Απριλίου 2010) πρέπει, λογικά, να έδωσε ελπίδα σε νοήμονες Έλληνες: Είχαν την ευκαιρία να δουν, σε ζωντανή εικόνα, δείγμα ανθρώπινης ποιότητας και ηγετικού χαρίσματος από τους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, έξω από τις συντεχνίες των επαγγελματιών της πολιτικής.Λόγος στέρεος, ευθύβολος, λιτός, εντόπιζε προβλήματα, έδειχνε λύσεις, δεν ενδιαφερόταν για τις εντυπώσεις. Κόμιζε συγκεκριμένες, ρεαλιστικές προτάσεις ο λόγος του Α. Βγενόπουλου, όχι ιδεολογήματα, επιφάσεις λύσεων και υπεκφυγές. Ηταν έκπληξη, σε συζήτηση για τα κοινά, η φανερή ειλικρίνεια του συνομιλητή, η προσωπική μετοχή του και έγνοια, έκτυπη στα λεγόμενα, αλλά και στο ύφος, στη φυσιογνωμική εκφραστική, στις αφτιασίδωτες εκρήξεις της οργής του.Για τους νοήμονες Ελληνες, ήταν σημάδι ελπίδας. Άκουγαν όχι έναν, ιδιοφυή ίσως αλλά άσχετον με την πράξη πολιτικό αναλυτή ή θεωρητικό της οικονομίας, είχαν μπροστά τους έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες του οικονομικού βίου της χώρας. Και μιλούσε γλώσσα, που ενώ αφορούσε στην οικονομία και στην πολιτική της διαχείριση, πρόδιδε βιωματική εμπλοκή, πόνο για ό,τι απηχεί η λέξη «πατρίδα», για την τιμή και υπόληψη του κοινού μας ονόματος. Γνωρίσματα ανύπαρκτα στον λόγο και των καλύτερων από τους επαγγελματίες της πολιτικής26.
Ο κύριος καθηγητής μπορεί όντως να ανακαλύπτει εξωφρενικές αρετές ακόμα και για τα μεγαλύτερα λαμόγια. Πάντως, ο Βγενόπουλος πραγματοποίησε τον Δεκέμβριο του 2009 το δικό του «προσκύνημα» στο Φανάρι και προέβη στις ακόλουθες αξιοσημείωτες δηλώσεις:
Εμείς θεωρούμε ότι το φυσικό περιβάλλον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων αναπτύσσεται σε διάφορες χώρες και στην Ελλάδα και στην Τουρκία και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες και στην Κύπρο. Είμαστε στην πραγματικότητα μία αγορά. Οι πολίτες όλων των χωρών δεν έχουμε να χωρίσουμε απολύτως τίποτα και οι επιχειρήσεις και οι πολίτες, όλοι μαζί, σε όλες αυτές τις χώρες, παλεύουμε για μία ευημερία, την οποία ελπίζουμε κάποια στιγμή να συμμερίζονται και οι κυβερνήσεις και να μη μας δημιουργούν εμπόδια.
Ίσως να προετοιμάζει κάποια νέα μεταπώληση, μεγαλύτερης κλίμακας αυτή τη φορά, μια και, ούτως ή άλλως, όλοι «μια αγορά είμαστε». Μια και ο εκλεκτός του Χατζηνικολάου, της Καθημερινής/Σκάϊ είναι ο ειδικευμένος στις μεταπωλήσεις «εθνικός επιχειρηματίας», που πούλησε τον ΟΤΕ στους Γερμανούς, και την Ολυμπιακή στην Aegean, ενώ, τρεις μέρες μετά το άρθρο του κ. Γιανναρά, επέπρωτο, με τη στάση του και την εγκληματική του ελαφρότητα, να συμβάλει στην δολοφονία των υπαλλήλων της τράπεζας του. Και, όμως, αυτός ο αμετροεπής και δημοσιολάγνος μεταπράτης, που τα κατάφερε να κάνει άνω κάτω ακόμα και τον… Παναθηναϊκό, αποκτά ως μη όφειλε και την υποστήριξη του κ. Γιανναρά και του Πατριάρχη. Και εξ άλλου, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ο Βγενόπουλος είναι ο βασικός χρηματοδότης του Βατοπαιδίου, το οποίο κάλυψε –περιέργως;– μέχρι τέλους ο Πατριάρχης27. Καθόλου τυχαία πλέον, λοιπόν, ο κ. Γιανναράς θα συμπορεύεται στις πολιτικές του επιλογές με τον κ. Παπαχελά, τον κ. Βγενόπουλο και tutti quanti. Τόσος δρόμος έχει διανυθεί προς την «εθνική ενότητα». Και η κατακλείδα –και αφορμή για τη συγγραφή αυτού του μακροσκελούς κειμένου–, το τελευταίο πόνημά-επιφυλλίδα του, επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας στην Ελλάδα του βιβλίου του Νταβούτογλου, που αφήνει εκστατικό τον κύριο καθηγητή, όσο τουλάχιστον τον άφησε και ο… Βγενόπουλος. Γράφει, στις 13/6/2010 σε ένα ακόμα κείμενο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας».
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το βιβλίο του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ - Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ (εκδόσεις «Ποιότητα», μτφρ. Νικ. Ραπτόπουλου, σελίδες 845). [ ]Δεν διανοούμαι να «παρουσιάσω» στους αναγνώστες της επιφυλλίδας αυτό το βιβλίο. Ο,τι και αν παραθέσω θα είναι κατώτερο του επιπέδου και της γοητείας του. Κάθε χαρακτηρισμός που θα εκφέρω δεν επαρκεί για να συνιστά κρίση, τον καταθέτω μόνο ως πρόκληση-πρόταση να διαβαστεί το βιβλίο. Αν ήταν δυνατό, να διαβαστεί από κάθε Έλληνα. Είναι σαφώς το βιβλίο ενός αντιπάλου: ο Αχμέτ Νταβούτογλου διεκδικεί για την πατρίδα του μεγάλο κομμάτι της δικής μας πατρίδας, του Αιγαίου, την Κύπρο. Αλλά εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω διαβάσει ποτέ σε ελληνικό βιβλίο συναρπαστικότερη και αποκαλυπτικότερη ανάλυση της γεωστρατηγικής σπουδαιότητας του Αιγαίου και της Κύπρου. Ο Ντ. ξέρει καλά τι διεκδικεί. Ενώ ο Έλληνας υπερασπίζει συναισθηματική θολούρα. Παιδιαρίζει28.
Εμείς οι Έλληνες «αγνοούμε» τη σημασία του Αιγαίου και της Κύπρου και, απέναντι στον σοβαρό Νταβούτογλου, δεν διαθέτουμε παρά μόνο «συναισθηματική θολούρα», δηλαδή πατριωτισμό και άλλα συναφή, υποθέτω. Παράλληλα, ο Χ.Γ. επιχειρεί εδώ και έναν νέο φωτισμό του κειμένου του Κονδύλη, υπό το φως των νέων συνταρακτικών οριζόντων που του άνοιξε το βιβλίο του Νταβούτογλου.
Μόνο με ένα ελληνικό μελέτημα θα μπορούσα, προσωπικά, να συγκρίνω το βιβλίο του Ντ.: Με το «επίμετρο», στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1997), που έχει τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατιωτικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου».Αλλά η ιδιοφυΐα του Κονδύλη και οι προβληματισμοί του οριοθετούνται καταφανώς από τον μηδενισμό του: Τον ενδιαφέρει η στρατηγική λογική (λογική του μπριτζ ή του σκακιού) για την άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού κρατιδίου – δεν έχει άλλο όραμα, δεν πιστεύει σε κάτι περισσότερο, σε πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας που να κομίζει στην Ιστορία ο Ελληνισμός29.
Έτσι «οι άκρως ρεαλιστικές αναλύσεις του Κονδύλη (οι οποίες) διερευνούν τις δυνατότητες στρατηγικής και τακτικής άμυνας του ελληνικού κράτους απέναντι στο συνεχώς ενισχυόμενο γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας», όπως έγραφε ο Γιανναράς το 2007, μεταβάλλονται πλέον σε «μηδενισμό» και πεζή «στρατηγική λογική», «για την άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού κρατιδίου»! Τόσο χαμηλά σκοπεύει ο «μηδενισμός »του Κονδύλη, απλώς στη διαφύλαξη της εθνικής μας κυριαρχίας, σε αντίθεση με τον υψιπετή Νταβούτογλου που διαθέτει όραμα, δηλαδή την επιβολή της Τουρκίας επί της Ελλάδος, καθώς και με τους Φαναριώτες κολαούζους που συμμερίζονται το όραμα του κυρίου Νταβούτογλου! Λες και η διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, δεν αποτελεί την αναγκαία βάση και αφετηρία για τη διαμόρφωση του οποιουδήποτε οράματος του «ελλαδικού κρατιδίου»! Προφανώς, μια χώρα όπως η Τουρκία, που βρίσκεται σε άνοδο και εμφανίζει επεκτατικές τάσεις σε μια ευνοϊκή συγκυρία γι’ αυτήν, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, διαμορφώνει απολύτως φυσιολογικά και ένα ανάλογο στρατηγικό όραμα–δόγμα, το οποίο μάλιστα γίνεται ασμένως δεκτό από τις ηγετικές ελίτ της χώρας. Το δύσκολο, το απελπιστικά δύσκολο, είναι να διαμορφώσει κάποιος ένα ανταγωνιστικό όραμα –και είναι υποχρεωτικά ανταγωνιστικό προς το τουρκικό, διότι πρώτη του προϋπόθεση είναι η απόκρουση του επεκτατιστή γείτονα. Το δύσκολο είναι να διαμορφώσεις ανταγωνιστικό όραμα όταν οι ελίτ της χώρας είναι γενετικά μεταπρατικές, υποταγμένες στις μεγάλες δυνάμεις, όταν έχει οδηγηθεί στον παρασιτισμό το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας μας, και όταν έχεις απολέσει το στρατηγικό βάθος που μας προσέφεραν τα κάποτε ελληνικά μικρασιατικά παράλια, έχεις χάσει την Κωνσταντινούπολη, και ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου, όταν τα Βαλκάνια βρίσκονται σε διάλυση και ο ορθόδοξος κόσμος σε βαθύτατη κρίση. Και εδώ δεν χρειάζεται μόνο μυαλό, χρειάζεται καρδιά και κουράγιο για να βαδίσεις ενάντια στο ρεύμα, όταν ολόγυρά μας θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα, και “οι παλιοί μας φίλοι” είτε χάνονται, όπως δυστυχώς ο Παναγιώτης Κονδύλης ή ο Μιχάλης Ράπτης, είτε λιποτακτούν ανενδοίαστα, όπως ο Δ. Σαββόπουλος, ο Σ. Ράμφος ή ο Χ. Γιανναράς. Και το πρώτο βήμα για να οικοδομήσεις ανταγωνιστικό όραμα είναι ακριβώς αυτό το «λίγο» που μας προσέφερε ο Κονδύλης, δηλαδή το πως θα διατηρήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Και, όπως είδαμε πριν, ο Κονδύλης έχει πλήρη συνείδηση πως «στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απωλεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν Ιστορική ανάσα». Αυτός είναι ο μηδενισμός (sic!) του Κονδύλη.Ωστόσο, επιμένει ο κύριος Γιανναράς να ανακαλύπτει μοναδικές αρετές στον Νταβούτογλου:
Ο Ντ. αντλεί τη στρατηγική του ανάλυση από το όραμά του για την Τουρκία. Και το όραμα είναι να διασώσει η χώρα του τον «πολιτισμικό της άξονα», τη διαφορά της από τη Δύση – τη διαφορά όχι ως αντίθεση, αλλά ως ιδιαιτερότητα, ως «ιδιαίτερη θέση στο διεθνές σύστημα». Είναι σαφέστατη (σχεδόν επιθετική) η περηφάνια του γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, δεν φιλοδοξεί ούτε την αντιπαλότητα ούτε τη μίμηση, δεν είναι ο μειονεκτικός απέναντι στη Δύση Ανατολίτης, ο ξιπασμένος από τα «φώτα» της μεταπράτης. Έχει ραχοκοκαλιά, διεκδικεί να επιβάλει, από θέσεως ισχύος, την τουρκική ιδιαιτερότητα στη σημερινή διεθνή συνύπαρξη.
Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον κύριο Γιανναρά, για τον θαυμασμό του, είναι μάλλον η άγνοιά του για την ιδεολογία του ισλάμ, –του τουρκικού ισλάμ συμπεριλαμβανομένου– ακόμα και για την ιδεολογία των… νεοτούρκων. Η διαφοροποίηση με τη Δύση είναι συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του συνόλου του ισλαμικού κόσμου και της ισλαμικής σκέψης, εδώ και τουλάχιστον εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια. [Έχουμε να προτείνουμε πρόχειρα, μεταξύ άλλων, τα Ισλάμ και κρίση του κεμαλισμού, που προανέφερα, το Ισλάμ και παγκοσμιοποίηση του υποφαινόμενου, για να μην αναφερθώ στα σχετικά βιβλία του Ζιλ Κεπέλ, του Μαξίμ Ροντενσόν, του Μπέρναρ Λιούϊς και αναρίθμητων άλλων συγγραφέων.] Ακόμα και οι κεμαλιστές Τούρκοι, δεν είχαν εγκαταλείψει ποτέ την αυτοκρατορική οθωμανική παράδοση, που τους οδηγούσε στην παροιμιώδη υπεροψία τους έναντι πολλών δυτικών. Αρκεί να συμβουλευτεί και τον συνάδελφο του, τον κύριο Νεοκλή Σαρρή. Πιστεύω πως το ζήτημα έχει εξαντληθεί. Κάθε καλόπιστος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να συνομολογήσει πως ο Χρήστος Γιανναράς έχει ολοκληρώσει σχεδόν τη μετάβασή του προς τον νεο-οθωμανισμό μέσω της «οικουμενικότητας του ελληνισμού», και της περιφρόνησης προς το ελληνικό έθνος-κράτος. Τωόντι, η εμμονή σε μια τέτοια περιφρόνηση ανοίγει αναπόδραστα τον δρόμο για την εγκατάλειψη του ίδιου του ελληνισμού, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια. Διότι από τον ελληνισμό έχουν απομείνει πια δύο κράτη, το ελλαδικό και το κυπριακό. Σε αυτά, τέτοια που είναι, με όλα τα κουσούρια τους, υποστασιοποιείται σήμερα ο ελληνισμός. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, όσοι, επιμένουν στην φαντασιακή έστω εγκατάλειψη του έθνους-κράτους που διαθέτουμε, θα προσχωρήσουν είτε στον άπατρι κοσμοπολιτισμό της ψευδοαριστεράς των εκσυγχρονιστών και των νεοφιλελεύθερων είτε, μέσω της λατρείας της «Ανατολής», στον νεο-οθωμανισμό. Διότι άλλος ελληνισμός δεν υπάρχει: Είτε λοιπόν υπερασπίζεσαι αυτόν εδώ, και κατά συνέπεια οικοδομείς μέσω της αντιστάσεως ένα όραμα, το οποίο δεν μπορεί να είναι «αυτοκρατορικό», όπως επιθυμούν διάφοροι ξιπασμένοι τρόφιμοι των εφοπλιστικών κύκλων του Λονδίνου και του Φαναρίου, όπως ο κύριος Καρράς, αλλά κατ’ εξοχήν αντιστασιακό, το οποίο υποχρεωτικά πρέπει να είναι και ευρύτερο εκείνου του Νταβούτογλου.
25. «Νεο-οσμανιδών και Βρυξελλών γεφύρωση», Καθημερινή, 6 Σεπτεμβρίου 2009.26. «Κυβέρνηση “επιστρατευμένης ποιότητας”, Καθημερινή, 2 Μαΐου 2010. 27. Άννα Δόλλαρη «Ιεροί δεσμοί Marfin-Μονής Βατοπαιδίου», Επίκαιρα, 17/6/2010.28. «Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας», Καθημερινή, 13/6/2010.29. «Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας», Καθημερινή, 13/6/2010.
Οι Τούρκοι, όντως, χρησιμοποίησαν ορισμένους Έλληνες ραγιάδες, μετά την κατάκτηση, ως ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους, διότι οι ίδιοι ήταν μάλλον αγράμματοι –παρότι περιοδικά τους καρατομούσαν–, καθώς και τους Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους εμπόρους, δεδομένου ότι οι ίδιοι κρατούσαν στα χέρια τους μόνο τον στρατό και τη διοίκηση. Όλα αυτά υπήρξαν συνέπεια της ταχύτατης επέκτασης ενός νομαδικού και σχετικά ολιγάριθμου λαού, σε μια τεράστια έκταση, που άρχιζε από το Μαρόκο και έφθανε στη Βιέννη. Υποχρεωτικά, λοιπόν, υπήρξε ένας «καταμερισμός εργασίας», που ανέθεσε σε τμήματα των κατακτημένων λαών κάποιες λειτουργίες, που στην Αίγυπτο, π.χ., περιελάμβαναν τους Μαμελούκους, στους Άραβες τους τοπικούς φυλάρχους, κ.λπ. Όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες πραγματοποιούσαν έναν ανάλογο καταμερισμό, που στηριζόταν στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διέθετε ο κατακτητικός λαός. Οι Έλληνες, με τον Αλέξανδρο, διέθεταν την τεράστια πολιτιστική τους υπεροχή έναντι των κατακτημένων λαών, γι’ αυτό και στηρίχτηκαν στην γλώσσα και τον πολιτισμό κατ’ εξοχήν. Οι Ρωμαίοι διέθεταν το «συγκριτικό πλεονέκτημα» της κρατικής οργάνωσης και της δημιουργίας υποδομών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα –δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία–, το Βυζάντιο στηριζόταν σε ένα συνδυασμό του ελληνικού πολιτισμού, της ρωμαϊκής οργάνωσης και της ορθόδοξης πνευματικότητας. Οι αυτοκρατορίες των μογγολικών και τουρανικών φύλων, από την Κίνα έως την Ινδία, την Περσία, την αραβική Αυτοκρατορία, τη Ρωσία και την οθωμανική Αυτοκρατορία, πλεονεκτούσαν αποφασιστικά στον τομέα του πολέμου και μειονεκτούσαν στους λοιπούς. Γι’ αυτό και παντού η ηγεμονία τους στηριζόταν στην προτεραιότητα του ξίφους και θα προσπαθεί να χρησιμοποιεί εγχώριους, που διέθεταν ανώτερο πολιτισμό, στους υπόλοιπους τομείς. Όταν όμως, μπροστά στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που έφερε η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, οι Οθωμανοί Τούρκοι απώλεσαν και το συγκριτικό πλεονέκτημα του ξίφους, διότι πλέον η στρατιωτική κυριαρχία απαιτούσε υψηλό βαθμό οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συγκρότησης, άρχισε η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, που την οδήγησε στα πρόθυρα της πλήρους αποσύνθεσης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Νεότουρκοι και ο Κεμάλ διέγνωσαν την ανάγκη της μετάβασης στο εθνιστικό στάδιο των Τούρκων, ως συνέχεια του αυτοκρατορικού. Δηλαδή την οικοδόμηση ενός ομοιογενούς –κατά το δυνατόν– τουρκικού έθνους, με την εκδίωξη και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων και εθνών και την ενσωμάτωση των μουσουλμανικών πληθυσμών στον τουρκισμό. Αυτή η στρατηγική ολοκληρώθηκε με την εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το 1955-1960, και τη δημιουργία, συχνά εκ του μηδενός, και με την άμεση κρατική στήριξη, μιας εγχώριας βιομηχανίας, ενός συνεκτικού εκπαιδευτικού μηχανισμού και ενός κράτους που να διοικείται εξ ολοκλήρου από Τούρκους. Πλέον το νέο τουρκικό κράτος δεν είχε ανάγκη από Έλληνες ή Αρμενίους για να διαχειρίζονται την οικονομία του, αντίθετα τους εξόντωσε και ανέδειξε μια νέα εθνική τουρκική ελίτ στη θέση τους. Το μόνο σημείο αποτυχίας αυτής της στρατηγικής υπήρξε η εθνική επιβίωση των Κούρδων, που, σε αντίθεση με άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, δεν εντάχθηκαν στο μουσουλμανικό-κεμαλικό melting pot. Και εδώ βρίσκεται η διαστρέβλωση που επιχειρεί όλη η φιλο νέο-οθωμανική ελληνική ελίτ –πολιτικοί και διανοούμενοι. Παρουσιάζουν τον κεμαλισμό ως αντίπαλο του ισλάμ, ενώ στην πραγματικότητα ο κεμαλισμός επεχείρησε –και επέτυχε σε μεγάλο βαθμό– να μετατρέψει το τουρκικό ισλάμ σε τουρκικό έθνος. Ο δε νεο-οθωμανισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η «επιστροφή» του τουρκισμού ως αποφασιστικού παράγοντα στην περιοχή, με βάση την εσωτερική οικονομική, δημογραφική και στρατιωτική ισχύ του τουρκικού έθνους. Η καταιγιστική επανεμφάνισή του αποτελεί συνέπεια της κρίσης όλων σχεδόν των αντιπάλων του στην περιοχή και έχει ως αφετηρία την επιτυχημένη εισβολή στην Κύπρο το 1974, όπου, καθόλου τυχαία, στην προεδρία της κυβερνήσεως βρισκόταν ο «κεμαλιστής» Ετσεβίτ και στην αντιπροεδρία ο «ισλαμιστής» Ερμπακάν. Εν συνεχεία, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού στρατοπέδου, η ουσιαστική διάλυση του αραβικού κόσμου με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ, η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και η εσωτερική οικονομική ηθική και πνευματική παρασιτοποίηση της Ελλάδας, προσέφεραν ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη του νεο-οθωμανισμού. Για τριανταπέντε χρόνια, τουλάχιστον, όλα μοιάζουν να είναι ευνοϊκά για την Τουρκία, εκτός από το κουρδικό αγκάθι. Ο νεο-οθωμανισμός εμφανίζεται, και εν μέρει συνιστά, μια όψη της ισλαμο-κεμαλικής σύνθεσης, διότι η ενίσχυση του ισλάμ, σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο, προσφέρει την ευκαιρία στην Τουρκία να χρησιμοποιήσει και την ισλαμική παράμετρο, παράλληλα με τα λοιπά οικονομικά και γεωστρατηγικά της όπλα. Έτσι, το ισλάμ αποτελεί ένα όπλο για την αποδυνάμωση της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, την επαναπροσέγγιση με όλες τις μουσουλμανικές μειονότητες ή πλειονότητες –όπως στην Αλβανία– των Βαλκανίων, για επανασύνδεση με τις τουρκόφωνες ή μη μουσουλμανικές χώρες της Κεντρικής Ασίας, για την διείσδυση στον αραβικό κόσμο. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν δεν υπήρχε κάποιο γηγενές ισλαμικό κύμα στο εσωτερικό της Τουρκίας, θα έπρεπε να εφευρεθεί! Γι’ αυτό και την απαρχή της γενικευμένης επανισλαμοποίησης της Τουρκίας θα την βρούμε στον ακραιφνή κεμαλικό στρατηγό Κενάν Εβρέν, που με σύμβουλο τον Οζάλ, θα ενισχύσει τους μουσουλμανικούς μεντρεσέδες και τις ισλαμικές οργανώσεις στην Τουρκία, μετά το 1980. Ο τουρκισμός, επειδή θέλει να ενσωματώσει τους κουρδικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό, και να παρέμβει στο εξωτερικό έχει ανάγκη από το ισλάμ, κατά τον ίδιο τρόπο που, στα 1922, είχε ανάγκη από τον κεμαλισμό για να συγκροτήσει εσωτερικά το τουρκικό έθνος-κράτος.
Οθωμανισμός και νεοθωμανισμός
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Τούρκοι δεν έχουν πλέον ανάγκη τους Έλληνες, ως «μεσολαβητές» με τη Δύση ή ως οικονομικούς «ενδιάμεσους», διότι και τη μεσολάβηση με τη Δύση την έχουν αναλάβει πλέον οι ίδιοι αυτοπροσώπως και με εξαιρετική αποτελεσματικότητα, και στο οικονομικό πεδίο αποτελούν ήδη την 17η χώρα στον κόσμο από την άποψη του ΑΕΠ. Σε τι λοιπόν θα χρειάζονταν την Ελλάδα και τους Έλληνες νεο-φαναριώτες; Και όμως, ο κύριος Γιανναράς πιστεύει πως μπορεί να κάνει κάποιες «υποδείξεις» στον Νταβούτογλου στο αμέσως επόμενο άρθρο-επιφυλλίδα του («Νεο-οσμανιδών και Βρυξελλών γεφύρωση», Καθημερινή, 6 Σεπτεμβρίου 2009.)
Θα είχε ενδιαφέρον ένας Έλληνας να υποδείξει στον κ. Νταβούτογλου τη δυνατότητα, προκειμένου να καταστεί η Τουρκία άξονας πολιτιστικής συνοχής (με συνέπειες πολιτικής συνύπαρξης) των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας. Αν αποδεχθεί την υπόδειξη, τότε ο Ελληνας θα μπορούσε να παζαρέψει τη συμπερίληψη και της Ελλάδας στην πολιτική συνύπαρξη. [ ]Θα μπορούσε επομένως να συμπεράνει κανείς ότι το πολιτικό όραμα του Αχμέτ Νταβούτογλου για την Τουρκία θα αποκτούσε ρεαλιστική βάση, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:Πρώτον, αν συνειδητοποιηθεί από τους φορείς του οράματος ότι η οθωμανική («αυτοκρατορική») προοπτική της Τουρκίας είναι ασυμβίβαστη με τον εκδυτικισμό της, άρα και με τον κεμαλισμό, τα δυτικά ιδεολογήματα περί «λαϊκού» (άθρησκου) κράτους. Τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα του λαού μοιάζει να συνειδητοποιεί αυτή την αλήθεια.[ ]Τρίτον, να λειτουργήσει η Ελλάδα ως πολιτισμικός (άρα και πολιτικός) καταλύτης δημιουργικής συμπόρευσης αυτής της μετα-βυζαντινής Ανατολής (υπό τη Νεο-οσμανική ηγεσία) με τη μετα-ρωμαϊκή Δύση (υπό την ηγεσία των Βρυξελλών). Η Δύση διεκδικεί τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κληροδοτήματος, η Τουρκία τη συνέχεια του Βυζαντίου. Η υπαγωγή του σημερινού Ελλαδισμού υπό την οθωμανική επιρροή με παράλληλη τη μετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία να επανέλθει, με ενεργό μετοχή, στο ιστορικό γίγνεσθαι ο Ελληνισμός.Αν διέσωζε ελληνικότητα το ελλαδικό κρατίδιο25.
Πρόκειται όντως για ένα εκπληκτικό σενάριο, το οποίο αγνοεί επιδεικτικά και σκανδαλωδώς την αντικειμενική πραγματικότητα. «Ένας Έλληνας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κ. Γιανναράς) υποδεικνύει στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών πως η Τουρκία μπορεί να καταστεί «άξονας πολιτιστικής συνοχής των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας». Έλληνες και Τούρκοι, Σέρβοι και Κοσοβάροι θα αποκτήσουν «πολιτιστική συνοχή» κάτω από την επικυριαρχία της Τουρκίας! Θανάσιμοι και προαιώνιοι αντίπαλοι, που μόνο μια μακρόχρονη ισορροπία δυνάμεων θα τους επέτρεπε να συμβιώσουν ειρηνικά και ισότιμα, θα ενταχθούν εθελόδουλα κάτω από την οθωμανική κυριαρχία! Και δεν βλέπει ο «Έλληνας» συνομιλητής του κ. Νταβούτογλου πως η υπαγωγή μας υπό οθωμανική κυριαρχία, στο παρελθόν, έγινε διότι οι Τούρκοι κατέλαβαν και υπέταξαν τον ελληνικό και ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και ότι οι παλαιοί Φαναριώτες είχαν υπέρ αυτών το ελαφρυντικό, ότι λειτουργούσαν υπό κατοχήν και υπηρετούσαν εξ ανάγκης τους Οθωμανούς, σε αντίθεση με τους σημερινούς εθελόδουλους, οι οποίοι επιθυμούν να υποταχθούν χωρίς καν να δώσουν τη μάχη της αυτονομίας. Ακόμα περισσότερο, ο Γιανναράς ανασυστήνει την οθωμανική Αυτοκρατορία από τις στάχτες της, ξεπερνώντας και τα πιο υπεραισιόδοξα όνειρα των Τούρκων τουρανιστών: Η Δύση της Ευρώπης ανήκει στις Βρυξέλλες και η Ανατολή στη νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την ηγεμονία της οποίας θα πρέπει ασμένως να υπαχθούμε! Έτσι, ταυτίζεται απολύτως με την αγγλοαμερικανική στρατηγική που βλέπει την Ευρώπη να διευρύνεται προς την Τουρκία, αφήνοντας απ’ έξω τον ορθόδοξο πόλο και τη Ρωσία. Και ο «ορθόδοξος» κύριος Γιανναράς αντί έστω να δει μια συμμαχία με την ορθόδοξη Ευρώπη, προτείνει την υπαγωγή μας στο φιλοδυτικό τουρκικό ισλάμ, ευθυγραμμιζόμενος απόλυτα με την αμερικανική στρατηγική. Και όμως, όπως αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει την τελευταία περίοδο, η προσπάθεια των Νταβούτογλου-Ερντογάν να μιμηθούν την οθωμανική αυτοκρατορία, όχι απλώς κατ’ αναλογίαν, αλλά κυριολεκτικώς, τους σπρώχνει να απλώνουν τα πόδια τους πολύ έξω από εκεί που φτάνει το πάπλωμά τους. Μια πολιτική που επιχειρεί να είναι ταυτόχρονα δυτική και ισλαμική, σε μια περίοδο σύγκρουσης μεταξύ Ισλάμ και Δύσης, οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδα· όπως φαίνεται να γίνεται με τη σχέση Τουρκίας-Ισραήλ, και κατ’ επέκταση τη σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ, όπως κατεδείχθη την τελευταία περίοδο με την περίπτωση της Γάζας. Και το κουρδικό αγκάθι επιταχύνει και επιδεινώνει αυτή την όξυνση. Διότι, πλέον, η Τουρκία δεν περιορίζεται στην «εκπροσώπηση» του μετριοπαθούς ισλάμ, απέναντι στη ριζοσπαστική αντιδυτική εκδοχή του Ιράν, όπως ήταν ο αμερικάνικος σχεδιασμός, αλλά εσχάτως συμμαχεί με το Ιράν. Και αυτή η δραματική μεταστροφή είναι συνέπεια του κουρδικού ζητήματος. Διότι η ίδρυση ενός ημιανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ επιτείνει τους φόβους της Τουρκίας (15-20 εκατ. Κούρδοι) και του Ιράν (12 εκατ.) με αποτέλεσμα τη σταδιακή προσέγγιση μεταξύ τους. Έτσι όμως ακυρώνεται η αμερικανο-ισραηλινή στρατηγική της αντιπαράθεσης με το Ιράν και η Τουρκία γέρνει «μονόπαντα» προς την Ανατολή. Είτε λοιπόν θα ανακρούσει πρύμναν, ακυρώνοντας ή μετριάζοντας το ισλαμικό άνοιγμα, είτε θα συνεχίσει και θα χάσει την δυτική στήριξη. Επί πλέον, ο ισλαμικός προσανατολισμός παροξύνει την αντίθεση με το λαϊκό τουρκικό στοιχείο στο εσωτερικό και ιδιαίτερα τους Αλεβίτες (πάνω από 20 εκατομ.) Ένας Αλεβίτης κουρδικής καταγωγής, ο Κεμάλ Κιλιντζάρογλου, ανεδείχθη πρόσφατα σε ηγέτη του δυτικόφιλου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και προηγείται στις δημοσκοπήσεις! Έτσι, οι κύριοι Ερντογάν και Νταβούτογλου κινδυνεύουν να χάσουν την εξουσία. Για να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο επιτείνουν τον ισλαμικό προσανατολισμό τους, απευθυνόμενοι στους σουνίτες, που αποτελούν το 70% του πληθυσμού με αποτέλεσμα να απομακρύνονται ακόμα περισσότερο από τη Δύση! Κατά συνέπεια, η εξίσωση Νταβούτογλου δεν «βγαίνει» όταν οξύνονται οι αντιπαραθέσεις στην περιοχή, αντίθετα έχει ως προϋπόθεση την «ειρήνη» του νεκροταφείου, δηλαδή ότι όλοι οι υπόλοιποι και προπαντός οι Κούρδοι, θα δέχονται αδιαμαρτύρητα την πολιτική του κυρίου καθηγητή και του αλαζόνα πρωθυπουργού του. Επειδή όμως αυτά δεν μπορούν να συμβούν στην πραγματική ζωή και η ευνοϊκή συγκυρία των δεκαετιών 1990-2000 δεν θα κρατήσει εσαεί, ο νέο-οθωμανισμός έχει όρια και η στάση των Ελλήνων νεο-οθωμανών δεν είναι ρεαλιστική, απλώς τον φόβο τους αντανακλά. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, και το βιβλίο του κυρίου Νταβούτογλου, επιχειρώντας να χύσει τον νεο-οθωμανισμό στο καλούπι του οθωμανισμού, και μάλιστα εκείνου της ακμής, δεν είναι ρεαλιστικό και αν ακολουθηθεί κατά γράμμα οδηγεί σε πολεμικές περιπέτειες. Μόνο ενδεικτικά, ως κατεύθυνση και κατ’ αναλογίαν προς τον οθωμανισμό, μπορεί να λειτουργήσει ο νεο-οθωμανισμός. Η Τουρκία δεν μπορεί να ξαναγίνει «αυτοκρατορία», όπως ονειρεύεται ο Νταβούτογλου και οι Έλληνες κολαούζοι του. Μπορεί όμως να αποπειραθεί, και το επιτυγχάνει μέχρι σήμερα, να γίνει μια σημαντική περιφερειακή δύναμη και να υποτάξει όσους από τους γείτονές της δεν προβάλλουν αντίσταση, ούτε αντιπαραθέτουν μια εναλλακτική στρατηγική.Η Τουρκία λοιπόν δεν αποτελεί τον μοναδικό και πανίσχυρο πόλο της Ανατολής. Διότι ο αραβικός κόσμος δεν θα βρίσκεται αιωνίως στη σημερινή κατάσταση καθίζησης. Η ίδια η Τουρκία στο εσωτερικό της έχει να διαχειριστεί τόσο το άλυτο κουρδικό ζήτημα, όσο και την υποβόσκουσα σύγκρουση των αλεβιτών «με την σουνιτική επανισλαμοποίηση. Τέλος μια νέα εκδοχή βαλκανικής συμμαχίας, όπως εκείνη του 1912, θα μπορούσε να αντιτάξει στον τουρκικό όγκο έναν ανάλογης δυναμικότητας βαλκανικό πόλο. Και για κάτι τέτοιο θα αρκούσε μία προϋπόθεση, να εμποδιστεί η είσοδος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα δε η ίδια η Ελλάδα, αν αποφάσιζε να αντιμετωπίσει ενεργά την τουρκική απειλή, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως έχει ακόμα ένα εισόδημα που αντιστοιχεί στα 2/5 του τουρκικού και αγωνίζεται υπέρ βωμών και εστιών. Όσο για τη Ρωσία, δεν θα βρίσκεται διαρκώς στη θέση του απλού εταίρου της Τουρκίας, ούτε στην Ελλάδα θα είναι για πολύ ακόμα πρωθυπουργός ο Γιώργος. Όλες λοιπόν οι θρηνωδίες πως είμαστε χαμένοι πριν δώσουμε τη μάχη και πως οι Τούρκοι μπορούν όποτε θέλουν «να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο κρατίδιο», αποτελούν επιχειρήματα εκείνων που δεν θέλουν να δώσουν τη μάχη, και που εξ άλλου καμία μάχη δεν έδωσαν ποτέ στη ζωή τους. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ολοκλήρωση του νεο-οθωμανισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με απλή ένταξη της Ελλάδας σε μια «νεο-οθωμανική σφαίρα», αλλά προϋποθέτει την πλήρη υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η Τουρκία συνεχίζει τη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και την επιθετικότητα στο Αιγαίο, χαλώντας το παιγνίδι των εγχώριων νεο-οθωμανών, που εμφανίζονται έτσι «οθωμανικότεροι»των Τούρκων. Ο ελληνισμός και η νεο-οθωμανική στρατηγική έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση και αυτό δεν μπορούν να το ανατρέψουν ούτε οι πολιτικοί ούτε κάποιοι διανοούμενοι είτε του εκσυγχρονιστικού και του «ανανεωτικού» χώρου, είτε του πατριαρχικού. Βέβαια, μπορούν να κάνουν και κάνουν πολλά, δηλαδή μας αφοπλίζουν, κυριολεκτικά και ιδεολογικά, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Ωστόσο δεν μπορούν, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια ακόμα, να άρουν οριστικά τους όρους του θεμελιώδους ανταγωνισμού ελληνισμού και τουρκισμού. Μέσα από μια περίεργη αναστροφή, μια πανουργία της ιστορίας, δυτικόφιλοι και διεθνιστές, άθεοι και ορθόδοξοι, αριστεροί και δεξιοί, διανοούμενοι και επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, πατριαρχικοί και βρυξελλόβιοι, καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα που με μια εμβληματική φράση –finis Graeciae– είχε συνοψίσει ο Γιανναράς: πλέον, καμία μάχη δεν αξίζει να δοθεί και θα πρέπει να παραδοθούμε στη μοίρα μας.
Μια καθολική «επαναφορά»
Δηλαδή, οι απόψεις του Γιανναρά δεν αποτελούν μία και μόνο «στιγμή» στην αρθρογραφία του, αλλά ένα σύστημα σκέψης το οποίο καθίσταται σταδιακά κυρίαρχο στον προβληματισμό του, ο οποίος εγκαινιάζει μια ολοκληρωτική μεταστροφή, από το 2005 τουλάχιστον και μετά –αρχικώς με τη λυσσαλέα επίθεση εναντίον της ελλαδικής εκκλησίας και του Χριστόδουλου– ενώ εν συνεχεία αναπτύσσεται με εξαιρετική ταχύτητα, στο βαθμό που βαθαίνουν οι σχέσεις του με το Πατριαρχείο και τον σημερινό κάτοχο του Οικουμενικού θρόνου. Εξ άλλου, στις 2 Μαΐου, θα γράψει μία ακόμα επιφυλλίδα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κυβέρνηση “επιστρατευμένης” ποιότητας», όπου θα συνδέσει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με την εσωτερική και θα προτείνει τον… Βγενόπουλο για νέο εθνικό ηγέτη, με κυριολεκτικά διθυραμβικούς τόνους:
Η συνέντευξη Βγενόπουλου στους «Νέους Φακέλους» του ΣΚΑΪ (19 Απριλίου 2010) πρέπει, λογικά, να έδωσε ελπίδα σε νοήμονες Έλληνες: Είχαν την ευκαιρία να δουν, σε ζωντανή εικόνα, δείγμα ανθρώπινης ποιότητας και ηγετικού χαρίσματος από τους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, έξω από τις συντεχνίες των επαγγελματιών της πολιτικής.Λόγος στέρεος, ευθύβολος, λιτός, εντόπιζε προβλήματα, έδειχνε λύσεις, δεν ενδιαφερόταν για τις εντυπώσεις. Κόμιζε συγκεκριμένες, ρεαλιστικές προτάσεις ο λόγος του Α. Βγενόπουλου, όχι ιδεολογήματα, επιφάσεις λύσεων και υπεκφυγές. Ηταν έκπληξη, σε συζήτηση για τα κοινά, η φανερή ειλικρίνεια του συνομιλητή, η προσωπική μετοχή του και έγνοια, έκτυπη στα λεγόμενα, αλλά και στο ύφος, στη φυσιογνωμική εκφραστική, στις αφτιασίδωτες εκρήξεις της οργής του.Για τους νοήμονες Ελληνες, ήταν σημάδι ελπίδας. Άκουγαν όχι έναν, ιδιοφυή ίσως αλλά άσχετον με την πράξη πολιτικό αναλυτή ή θεωρητικό της οικονομίας, είχαν μπροστά τους έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες του οικονομικού βίου της χώρας. Και μιλούσε γλώσσα, που ενώ αφορούσε στην οικονομία και στην πολιτική της διαχείριση, πρόδιδε βιωματική εμπλοκή, πόνο για ό,τι απηχεί η λέξη «πατρίδα», για την τιμή και υπόληψη του κοινού μας ονόματος. Γνωρίσματα ανύπαρκτα στον λόγο και των καλύτερων από τους επαγγελματίες της πολιτικής26.
Ο κύριος καθηγητής μπορεί όντως να ανακαλύπτει εξωφρενικές αρετές ακόμα και για τα μεγαλύτερα λαμόγια. Πάντως, ο Βγενόπουλος πραγματοποίησε τον Δεκέμβριο του 2009 το δικό του «προσκύνημα» στο Φανάρι και προέβη στις ακόλουθες αξιοσημείωτες δηλώσεις:
Εμείς θεωρούμε ότι το φυσικό περιβάλλον των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων αναπτύσσεται σε διάφορες χώρες και στην Ελλάδα και στην Τουρκία και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες και στην Κύπρο. Είμαστε στην πραγματικότητα μία αγορά. Οι πολίτες όλων των χωρών δεν έχουμε να χωρίσουμε απολύτως τίποτα και οι επιχειρήσεις και οι πολίτες, όλοι μαζί, σε όλες αυτές τις χώρες, παλεύουμε για μία ευημερία, την οποία ελπίζουμε κάποια στιγμή να συμμερίζονται και οι κυβερνήσεις και να μη μας δημιουργούν εμπόδια.
Ίσως να προετοιμάζει κάποια νέα μεταπώληση, μεγαλύτερης κλίμακας αυτή τη φορά, μια και, ούτως ή άλλως, όλοι «μια αγορά είμαστε». Μια και ο εκλεκτός του Χατζηνικολάου, της Καθημερινής/Σκάϊ είναι ο ειδικευμένος στις μεταπωλήσεις «εθνικός επιχειρηματίας», που πούλησε τον ΟΤΕ στους Γερμανούς, και την Ολυμπιακή στην Aegean, ενώ, τρεις μέρες μετά το άρθρο του κ. Γιανναρά, επέπρωτο, με τη στάση του και την εγκληματική του ελαφρότητα, να συμβάλει στην δολοφονία των υπαλλήλων της τράπεζας του. Και, όμως, αυτός ο αμετροεπής και δημοσιολάγνος μεταπράτης, που τα κατάφερε να κάνει άνω κάτω ακόμα και τον… Παναθηναϊκό, αποκτά ως μη όφειλε και την υποστήριξη του κ. Γιανναρά και του Πατριάρχη. Και εξ άλλου, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, ο Βγενόπουλος είναι ο βασικός χρηματοδότης του Βατοπαιδίου, το οποίο κάλυψε –περιέργως;– μέχρι τέλους ο Πατριάρχης27. Καθόλου τυχαία πλέον, λοιπόν, ο κ. Γιανναράς θα συμπορεύεται στις πολιτικές του επιλογές με τον κ. Παπαχελά, τον κ. Βγενόπουλο και tutti quanti. Τόσος δρόμος έχει διανυθεί προς την «εθνική ενότητα». Και η κατακλείδα –και αφορμή για τη συγγραφή αυτού του μακροσκελούς κειμένου–, το τελευταίο πόνημά-επιφυλλίδα του, επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας στην Ελλάδα του βιβλίου του Νταβούτογλου, που αφήνει εκστατικό τον κύριο καθηγητή, όσο τουλάχιστον τον άφησε και ο… Βγενόπουλος. Γράφει, στις 13/6/2010 σε ένα ακόμα κείμενο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας».
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το βιβλίο του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ - Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ (εκδόσεις «Ποιότητα», μτφρ. Νικ. Ραπτόπουλου, σελίδες 845). [ ]Δεν διανοούμαι να «παρουσιάσω» στους αναγνώστες της επιφυλλίδας αυτό το βιβλίο. Ο,τι και αν παραθέσω θα είναι κατώτερο του επιπέδου και της γοητείας του. Κάθε χαρακτηρισμός που θα εκφέρω δεν επαρκεί για να συνιστά κρίση, τον καταθέτω μόνο ως πρόκληση-πρόταση να διαβαστεί το βιβλίο. Αν ήταν δυνατό, να διαβαστεί από κάθε Έλληνα. Είναι σαφώς το βιβλίο ενός αντιπάλου: ο Αχμέτ Νταβούτογλου διεκδικεί για την πατρίδα του μεγάλο κομμάτι της δικής μας πατρίδας, του Αιγαίου, την Κύπρο. Αλλά εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω διαβάσει ποτέ σε ελληνικό βιβλίο συναρπαστικότερη και αποκαλυπτικότερη ανάλυση της γεωστρατηγικής σπουδαιότητας του Αιγαίου και της Κύπρου. Ο Ντ. ξέρει καλά τι διεκδικεί. Ενώ ο Έλληνας υπερασπίζει συναισθηματική θολούρα. Παιδιαρίζει28.
Εμείς οι Έλληνες «αγνοούμε» τη σημασία του Αιγαίου και της Κύπρου και, απέναντι στον σοβαρό Νταβούτογλου, δεν διαθέτουμε παρά μόνο «συναισθηματική θολούρα», δηλαδή πατριωτισμό και άλλα συναφή, υποθέτω. Παράλληλα, ο Χ.Γ. επιχειρεί εδώ και έναν νέο φωτισμό του κειμένου του Κονδύλη, υπό το φως των νέων συνταρακτικών οριζόντων που του άνοιξε το βιβλίο του Νταβούτογλου.
Μόνο με ένα ελληνικό μελέτημα θα μπορούσα, προσωπικά, να συγκρίνω το βιβλίο του Ντ.: Με το «επίμετρο», στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1997), που έχει τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατιωτικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου».Αλλά η ιδιοφυΐα του Κονδύλη και οι προβληματισμοί του οριοθετούνται καταφανώς από τον μηδενισμό του: Τον ενδιαφέρει η στρατηγική λογική (λογική του μπριτζ ή του σκακιού) για την άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού κρατιδίου – δεν έχει άλλο όραμα, δεν πιστεύει σε κάτι περισσότερο, σε πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας που να κομίζει στην Ιστορία ο Ελληνισμός29.
Έτσι «οι άκρως ρεαλιστικές αναλύσεις του Κονδύλη (οι οποίες) διερευνούν τις δυνατότητες στρατηγικής και τακτικής άμυνας του ελληνικού κράτους απέναντι στο συνεχώς ενισχυόμενο γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας», όπως έγραφε ο Γιανναράς το 2007, μεταβάλλονται πλέον σε «μηδενισμό» και πεζή «στρατηγική λογική», «για την άμυνα της αξιοπρέπειας και της εθνικής κυριαρχίας του ελλαδικού κρατιδίου»! Τόσο χαμηλά σκοπεύει ο «μηδενισμός »του Κονδύλη, απλώς στη διαφύλαξη της εθνικής μας κυριαρχίας, σε αντίθεση με τον υψιπετή Νταβούτογλου που διαθέτει όραμα, δηλαδή την επιβολή της Τουρκίας επί της Ελλάδος, καθώς και με τους Φαναριώτες κολαούζους που συμμερίζονται το όραμα του κυρίου Νταβούτογλου! Λες και η διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας, σε τόσο δύσκολες συνθήκες, δεν αποτελεί την αναγκαία βάση και αφετηρία για τη διαμόρφωση του οποιουδήποτε οράματος του «ελλαδικού κρατιδίου»! Προφανώς, μια χώρα όπως η Τουρκία, που βρίσκεται σε άνοδο και εμφανίζει επεκτατικές τάσεις σε μια ευνοϊκή συγκυρία γι’ αυτήν, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, διαμορφώνει απολύτως φυσιολογικά και ένα ανάλογο στρατηγικό όραμα–δόγμα, το οποίο μάλιστα γίνεται ασμένως δεκτό από τις ηγετικές ελίτ της χώρας. Το δύσκολο, το απελπιστικά δύσκολο, είναι να διαμορφώσει κάποιος ένα ανταγωνιστικό όραμα –και είναι υποχρεωτικά ανταγωνιστικό προς το τουρκικό, διότι πρώτη του προϋπόθεση είναι η απόκρουση του επεκτατιστή γείτονα. Το δύσκολο είναι να διαμορφώσεις ανταγωνιστικό όραμα όταν οι ελίτ της χώρας είναι γενετικά μεταπρατικές, υποταγμένες στις μεγάλες δυνάμεις, όταν έχει οδηγηθεί στον παρασιτισμό το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας μας, και όταν έχεις απολέσει το στρατηγικό βάθος που μας προσέφεραν τα κάποτε ελληνικά μικρασιατικά παράλια, έχεις χάσει την Κωνσταντινούπολη, και ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου, όταν τα Βαλκάνια βρίσκονται σε διάλυση και ο ορθόδοξος κόσμος σε βαθύτατη κρίση. Και εδώ δεν χρειάζεται μόνο μυαλό, χρειάζεται καρδιά και κουράγιο για να βαδίσεις ενάντια στο ρεύμα, όταν ολόγυρά μας θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα, και “οι παλιοί μας φίλοι” είτε χάνονται, όπως δυστυχώς ο Παναγιώτης Κονδύλης ή ο Μιχάλης Ράπτης, είτε λιποτακτούν ανενδοίαστα, όπως ο Δ. Σαββόπουλος, ο Σ. Ράμφος ή ο Χ. Γιανναράς. Και το πρώτο βήμα για να οικοδομήσεις ανταγωνιστικό όραμα είναι ακριβώς αυτό το «λίγο» που μας προσέφερε ο Κονδύλης, δηλαδή το πως θα διατηρήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Και, όπως είδαμε πριν, ο Κονδύλης έχει πλήρη συνείδηση πως «στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απωλεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν Ιστορική ανάσα». Αυτός είναι ο μηδενισμός (sic!) του Κονδύλη.Ωστόσο, επιμένει ο κύριος Γιανναράς να ανακαλύπτει μοναδικές αρετές στον Νταβούτογλου:
Ο Ντ. αντλεί τη στρατηγική του ανάλυση από το όραμά του για την Τουρκία. Και το όραμα είναι να διασώσει η χώρα του τον «πολιτισμικό της άξονα», τη διαφορά της από τη Δύση – τη διαφορά όχι ως αντίθεση, αλλά ως ιδιαιτερότητα, ως «ιδιαίτερη θέση στο διεθνές σύστημα». Είναι σαφέστατη (σχεδόν επιθετική) η περηφάνια του γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, δεν φιλοδοξεί ούτε την αντιπαλότητα ούτε τη μίμηση, δεν είναι ο μειονεκτικός απέναντι στη Δύση Ανατολίτης, ο ξιπασμένος από τα «φώτα» της μεταπράτης. Έχει ραχοκοκαλιά, διεκδικεί να επιβάλει, από θέσεως ισχύος, την τουρκική ιδιαιτερότητα στη σημερινή διεθνή συνύπαρξη.
Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον κύριο Γιανναρά, για τον θαυμασμό του, είναι μάλλον η άγνοιά του για την ιδεολογία του ισλάμ, –του τουρκικού ισλάμ συμπεριλαμβανομένου– ακόμα και για την ιδεολογία των… νεοτούρκων. Η διαφοροποίηση με τη Δύση είναι συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του συνόλου του ισλαμικού κόσμου και της ισλαμικής σκέψης, εδώ και τουλάχιστον εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια. [Έχουμε να προτείνουμε πρόχειρα, μεταξύ άλλων, τα Ισλάμ και κρίση του κεμαλισμού, που προανέφερα, το Ισλάμ και παγκοσμιοποίηση του υποφαινόμενου, για να μην αναφερθώ στα σχετικά βιβλία του Ζιλ Κεπέλ, του Μαξίμ Ροντενσόν, του Μπέρναρ Λιούϊς και αναρίθμητων άλλων συγγραφέων.] Ακόμα και οι κεμαλιστές Τούρκοι, δεν είχαν εγκαταλείψει ποτέ την αυτοκρατορική οθωμανική παράδοση, που τους οδηγούσε στην παροιμιώδη υπεροψία τους έναντι πολλών δυτικών. Αρκεί να συμβουλευτεί και τον συνάδελφο του, τον κύριο Νεοκλή Σαρρή. Πιστεύω πως το ζήτημα έχει εξαντληθεί. Κάθε καλόπιστος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να συνομολογήσει πως ο Χρήστος Γιανναράς έχει ολοκληρώσει σχεδόν τη μετάβασή του προς τον νεο-οθωμανισμό μέσω της «οικουμενικότητας του ελληνισμού», και της περιφρόνησης προς το ελληνικό έθνος-κράτος. Τωόντι, η εμμονή σε μια τέτοια περιφρόνηση ανοίγει αναπόδραστα τον δρόμο για την εγκατάλειψη του ίδιου του ελληνισμού, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια. Διότι από τον ελληνισμό έχουν απομείνει πια δύο κράτη, το ελλαδικό και το κυπριακό. Σε αυτά, τέτοια που είναι, με όλα τα κουσούρια τους, υποστασιοποιείται σήμερα ο ελληνισμός. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, όσοι, επιμένουν στην φαντασιακή έστω εγκατάλειψη του έθνους-κράτους που διαθέτουμε, θα προσχωρήσουν είτε στον άπατρι κοσμοπολιτισμό της ψευδοαριστεράς των εκσυγχρονιστών και των νεοφιλελεύθερων είτε, μέσω της λατρείας της «Ανατολής», στον νεο-οθωμανισμό. Διότι άλλος ελληνισμός δεν υπάρχει: Είτε λοιπόν υπερασπίζεσαι αυτόν εδώ, και κατά συνέπεια οικοδομείς μέσω της αντιστάσεως ένα όραμα, το οποίο δεν μπορεί να είναι «αυτοκρατορικό», όπως επιθυμούν διάφοροι ξιπασμένοι τρόφιμοι των εφοπλιστικών κύκλων του Λονδίνου και του Φαναρίου, όπως ο κύριος Καρράς, αλλά κατ’ εξοχήν αντιστασιακό, το οποίο υποχρεωτικά πρέπει να είναι και ευρύτερο εκείνου του Νταβούτογλου.
25. «Νεο-οσμανιδών και Βρυξελλών γεφύρωση», Καθημερινή, 6 Σεπτεμβρίου 2009.26. «Κυβέρνηση “επιστρατευμένης ποιότητας”, Καθημερινή, 2 Μαΐου 2010. 27. Άννα Δόλλαρη «Ιεροί δεσμοί Marfin-Μονής Βατοπαιδίου», Επίκαιρα, 17/6/2010.28. «Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας», Καθημερινή, 13/6/2010.29. «Στρατηγική λογική κατέναντι αφασίας», Καθημερινή, 13/6/2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου