Στην Ορθοδοξία διασώζονται πανάρχαιες Ελληνικές θρησκευτικές παραδόσεις!
Περιοδικό "Τότε...", τ. 48, Μάιος-Ιούν. 1994
Η φύση αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα σε οτιδήποτε συμβαίνει στον τόπο τούτο, που στους ιστορικούς χρόνους ονομάστηκε Ελλάς. Όταν οι πρώτοι άνθρωποι στάθηκαν όρθιοι στα δύο τους πόδια σύντομα κατάλαβαν ενστικτωδώς ότι ήσαν ανίσχυροι, αδύναμοι και έρμαια τυχαίων φυσικών γεγονότων από τα οποία εξαρτώταν η επιβίωσή τους. Σεισμοί και καταποντισμοί, βροχές και καταιγίδες, κρύο και ζέστη, το σκοτάδι της νύχτας, τα άγρια θηρία και πάνω απ' όλα η πείνα, που τυχαία μόνον αντιμετωπιζόταν, δημιούργησαν στον αρχέτυπο άνθρωπο το αίσθημα του δέους και της εξάρτησης από τους φυσικούς παράγοντες που τον περιέβαλαν. Νύχτωνε και δεν ήξερε αν θα ξημερώσει. Πείναγε και δεν ήταν βέβαιος αν θα βρει τροφή. Κρύωνε και κρυβότανε στις σπηλιές για να ζεσταθεί.
Τα στοιχεία της φύσεως θεοποιούνται
Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του, ότι αυτός ήταν ο κυρίαρχος του περιβάλλοντος, ούτε καν διανοήθηκε ότι ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Αντίθετα μάλιστα, περιδεής και αβοήθητος, θεοποίησε τις φοβερές φυσικές δυνάμεις καθώς και την πλατύστηθη Γη που εντελώς ανεξήγητα του προσπόριζε τα προς το ζειν, και η οποία πότε πάγωνε και ξεραίνονταν και πότε πάλι ξαφνικά έθαλλε, χρωματίζονταν κι έβγαζε καρπούς απ' τα σπλάχνα της για να χορταίνει την πείνα του.
Και το ανθρωπάκι θεοποίησε τη Γη, καθώς και τα στοιχεία της Φύσεως, τον Ήλιο και το Φεγγάρι, με το αλάνθαστο ένστικτο του πρωτόγονου ανθρώπου και του Αρχανθρώπου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, που έζησε πριν 750.000 χρόνια στα μέρη μας. Και είχαν συντελεστεί όλα τίμια και αληθινά, γιατί δεν είχε ακόμη εφευρεθεί το αδίσταχτο εργαλείο της λογικής. Ήταν η εποχή της φυσιο-λατρείας και του τοτεμισμού.
Ο Πολιτισμός του Σέσκλου
Ο παλαιολιθικός άνθρωπος εγκατέλειψε τον πλάνητα βίο του θηρευτή και συλλέκτη καρπών της φύσης προς επιβίωση, όταν πριν 9000 χρόνια πέρασε στην παραγωγική εποχή που ονομάστηκε Νεολιθική. Τότε ο άνθρωπος του τόπου μας ανακάλυψε την Γεωργία, έγινε καλλιεργητής, κτηνοτρόφος και ψαράς και σταμάτησε τον περιπατητικό βίο προς ανεύρεση τροφής. Η Νεολιθική εποχή χρονολογείται στην περίοδο 7000-3000 π.Χ.
Την εποχή αυτή άνθισε σπουδαίος πολιτισμός στη Θεσσαλία, ο οποίος πήρε το όνομα "Πολιτισμός του Σέσκλου" με περισσότερο από 170 οικισμούς.
Ιδιαίτερα ο οικισμός του ίδιου του Σέσκλου παρουσιάζει αξιοζήλευτη πολεοδομία, αρχιτεκτονική και κεραμική που αποδείχνει το ανώτερο πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό του επίπεδο. Ανάμεσα στα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν κάτι γυναικείες μορφές σε ψημένο πηλό με εξογκωμένα στήθη, διογκωμένη λεκάνη και πελώριους γλουτούς που πιθανότατα συμβολίζουν την "Θεά Γονιμότητα" και χρονολογούνται στο 5000 π.Χ. περίπου.
Από αισθητικής πλευράς προκαλούν τον θαυμασμό και σίγουρα δεν φιλοτεχνήθηκαν για να τιμήσουν την γυναίκα αλλά την γονιμότητα που κρύβεται πίσω από το γυναικείο φύλο. Προφανώς ο νεολιθικός γλύπτης του Σέσκλου επηρεασμένος από το θαύμα της φύσεως να γεννοβολάει κάθε χρόνο κατά τρόπον ανεξήγητο, όπως η γυναίκα, μοιραίως οδηγήθηκε μέσα από αυτή την αυτόνομη αναγεννητική μαγεία και καρποφορία στην Θεοποίηση της Φύσης (όπως και ο προηγούμενος άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής). Και η θεοποίηση αυτή εκφράστηκε καλλιτεχνικά μέσα από το "Είδωλο" της μάνας-γης, όπως το βλέπουμε στα προϊστορικά αγαλματίδια του Σέσκλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι της περιοχής Σέσκλου, καθώς και άλλων περιοχών -βορειότερα στον Μακρύγιαλο Πιερίας (Μακεδονία), νοτιότερα στον Ορχομενό, Κορινθία, Νησιά Κυκλάδων, Κρήτη, Κύπρο κ.λπ.- ήσαν Πελασγοί, προφανώς αυτόχθονες, και μιλούσαν την πελασγική γλώσσα η οποία διατηρήθηκε ως ιδίωμα της ελληνικής μέχρι της κλασσικής αρχαιότητας.
Ιχνηλατώντας τον Κυκλαδικό Πολιτισμό
Ο Κυκλαδικός Πολιτισμός (όπως τον ονόμασε ο μεγάλος αρχαιολόγος Χρ. Τσούντας) στην Πρωτοκυκλαδική του φάση (3200-2000 π.Χ.) δημιουργήθηκε χωρίς καμία αμφιβολία από τους Πελασγούς. Αυτός ο λαός βρέθηκε στο θαλάσσιο σταυροδρόμι μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδος και Μικράς Ασίας, και περαιτέρω μεταξύ Κρήτης και ηπειρωτικής Ελλάδος. Έχοντας ανακαλύψει οι Πελασγοί την τροπίδα (καρίνα) των πλοίων διέσχιζαν με ευκολία το Αιγαίο (και την Μεσόγειο) προς πάσαν κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ο Κυκλαδικός πολιτισμός και να γνωρίσει οικονομική ευημερία η περιοχή, καθώς και υψηλό πολιτιστικό επίπεδο.
Αψευδή μαρτυρία για το υψηλό επίπεδο τέχνης και αισθητικής αποτελούν τα περίφημα κυκλαδικά "Ειδώλια" φτιαγμένα από μάρμαρο της Πάρου και της Νάξου που εύκολα δουλεύονταν με το σκληρό οψιανό της Μήλου. Τα εν λόγω ειδώλια που βρέθηκαν κυρίως στις Κυκλάδες, αλλά και σε άλλα νησιά του Αιγαίου καθώς και στην ηπειρωτική Ελλάδα, απεικονίζουν το ίδιο θέμα μέσα στην εξελικτική του πορεία. Δηλαδή ένα βιολόσχημο έως ανθρωπόμορφο ον, αλλά πάντοτε ως αφηρημένη τέχνη.
Τελικά όταν οριστικοποιήθηκε και σταθεροποιήθηκε αισθητικά το "Ειδώλιο" γύρω στο 2500 π.Χ., αποτέλεσε ένα εκπληκτικό προϊόν υψηλοτάτης γλυπτικής τέχνης που η απεικονιζομένη μορφή "μόλις υπερβαίνει την πέτρα" καθώς λέει ο Ελύτης. Και η μορφή είναι πάντα η ίδια. Δηλαδή μία όρθια γυναικεία μορφή με σταυρωμένα χέρια σχεδόν δύο διαστάσεων. Ακριβώς όπως συμβαίνει με τις βυζαντινές εικόνες (Ειδώλιο και εικών έχουν την ίδια ρίζα), οι οποίες και αυτές στερούνται βάθους και προοπτικής, εξασφαλίζοντας έτσι μίαν υπερβατική θρησκευτική αίσθηση για το εικονιζόμενο.
Τα ειδώλια βρέθηκαν σε μεγάλο αριθμό στα νεκροταφεία (ταφικά αναθήματα) αλλά και στα σπίτια, και είναι φανερή η ιστορική και πολιστική συνέχεια στον Ελλαδικό χώρο από την νεολιθική στην κυκλαδική εποχή.
Αν απορρίψουμε το έξωθεν επιβληθέν σύμπλεγμα του 3000 π.Χ., δηλαδή ότι η ελληνική προϊστορία δεν μπορεί να υπερβεί την 3η χιλιετία π.Χ., για να μην υπερκεράσει τον Αιγυπτιακό πολιτισμό, τότε χωρίς δυσκολία αναγνωρίζουμε τον θρησκευτικό χαρακτήρα των κυκλαδικών ειδωλίων τα οποία συμβολίζουν και τιμούν την Θεά της γονιμότητας ή την Μητέρα Γαία, ως θρησκευτική συνέχεια της νεολιθικής εποχής του 7000-3000 π.Χ.
Οι Κυκλαδίτες Πελασγοί είχαν αναπτύξει τις θρησκευτικές τους δοξασίες σε βαθμό που να τιμούν τον Δία, σύμφωνα με τον Όμηρο, ο οποίος στην Ιλιάδα αναφέρεται στον Πελασγικό Δία. Όμως, με τα ειδώλιά τους, δεν παύουν να υμνούν με μεγάλη θρησκευτική ευαισθησία το θαύμα της γονιμότητας της Φύσης, μέσα από την τέχνη, η οποία την εποχή εκείνη έφθασε στο ύψιστο επίπεδο από πλευράς αποδόσεως θείου σεβασμού.
Η κυκλαδική γλυπτική των ειδωλίων έφθασε σε τέτοιο σημείο αισθητικής τελειότητας ώστε η γλυπτική της κλασσικής αρχαιότητας να είναι μεν απαράμιλλη ως τεχνική και τέχνη, να υστερεί όμως έναντι της κυκλαδικής από πλευράς υπερβατικής ευαισθησίας, τουλάχιστον στον τομέα της έκφρασης σεβασμού και προσδιορισμού του θείου. Ο κυκλαδίτης γλύπτης δεν διανοήθηκε να απεικονίσει τον Θεό κατ' εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου, έστω και τέλεια ωραιοποιημένου. Γεγονός που αποδείχνει το υψηλότατο πολιτιστικό-θρησκευτικό-αισθητικό επίπεδο των κυκλαδιτών. Κι ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα η αφηρημένη τέχνη των Κυκλαδιτών αποτελεί βασικό πρωτοποριακό ρεύμα γλυπτικής τέχνης με μπροστάρη τον διάσημο Μουρ.
Οι Μινωϊκοί Θεοί
Ο λαμπρός Μινωϊκός πολιτισμός αναπτύχτηκε στην περίοδο 3000-1450 π.Χ. περίπου, παράλληλα χρονολογικά με τον Κυκλαδικό πολιτισμό. Ο Όμηρος και ο Στράβων (καθώς και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς) αναφέρονται στους πανάρχαιους κατοίκους της Κρήτης, τους Ετεόκρητες, οι οποίοι ήσαν φύλον Πελασγικόν, με λαλιάν ελληνο-Πελασγική, όπως έχει προκύψει από τρεις καταπληκτικές επιγραφές, που βρέθηκαν στην Πραισό της Κρήτης και διαβάστηκαν. (Ίδια περίπτωση με τις Πελασγικές επιγραφές της Λήμνου).
Ο Στράβων, εξάλλου, αναφέρει: "Σταφύλος ...το νότιον ετεόκρητας, ων είναι πολίχνιον Πράσον, όπου το του Δικταίου Διός ιερόν" (Υ 475). Αλλά και κατά τον Όμηρο οι Ετεόκρητες ήσαν οι γηγενείς κάτοικοι της Κρήτης (ΟΔΥΣ. T 175). Σε πρόσφατες δε ανασκαφές στην Πραισό απεκαλύφθη ενεπίγραφος πλάκα με τον ύμνο των Κουρητών προς τον Δικταίο Δία, χωρίς να ξεχνάμε και τον Πελασγικό Δία τον οποίο επικαλείται ο Αχιλλέας (ΙΛ. Π 233).
Βεβαίως, στην μυθοποιημένη ιστορία μας, δηλαδή στην "Ελληνική Μυθολογία", γνωστόν τυγχάνει, ότι ο Δίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας, είναι Κρητικής καταγωγής και ότι στην Κρήτη γεννήθηκε και από εκεί άρχισε η εξέλιξή του. Όμως από πανάρχαιες επιγραφές στην ελληνο-πελασγική διάλεκτο προκύπτει, ότι υπάρχουν και οι πλείστοι των άλλων θεών από την Μινωϊκή και κυρίως την Μυκηναϊκή εποχή, η οποία αποτελεί την ευθεία πολιτική-πολιτιστική-θρησκευτική και ιστορική συνέχεια της Μινωϊκής.
Οι θεότητες στην Μινωϊκή περίοδο είναι διάφορες με κυρίαρχο τον Δία, χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα κάποια θεά γονιμότητας, όπως τούτο παρετηρήθη στον Πολιτισμό του Σέσκλου της Θεσσαλίας την 5η-6η χιλιετία π.Χ. και στην Κυκλαδική εποχή της 3ης χιλιετίας. Όμως είναι γνωστόν ότι τα ονόματα της Θεάς Αθηνάς και της Θεάς Αρτέμιδος έχουν αναγνωστεί σε επιγραφές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Οι δύο αυτές Θεές, μαζί με τη Θεά Δήμητρα, συνεξέφρασαν την πανάρχαια Θεά της Γονιμότητος στην συνέχεια της "Ελληνικής Ιεράς Ιστορίας" όπως θα δούμε παρακάτω, ήτοι στην Θεογονία του Ησιόδου.
Η Θεογονία του Ησιόδου και οι αρχαιοελληνικοί Θεοί
Ευθύς εξ αρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι, η Θεογονία του Ησίοδου είναι το αρχαιότερο γραπτό κείμενο Ελληνικής ιστορίας, και διόλου μυθολογίας, μετά την ιστορία που κρύβεται πίσω από τις λέξεις της ίδιας της Ελληνικής γλώσσας. Η Θεογονία ή αλλιώς η "Ιερά Ιστορία των Ελλήνων" δεν είναι έργο του Ησιόδου, όπως ο ίδιος το βεβαιώνει, αλλά έργον προγενεστέρας εποχής, που καθ' ημάς αρχίζει να υφαίνεται στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Η Θεογονία είναι έργο του Ιερατείου των Μουσών, συντεθέν στα Μουσεία (Κέντρα μελέτης και ερευνών) του Ελικώνος και της Βοιωτίας, και περιλαμβάνει αυτούσιους ή διασκευασμένους τους παλαιούς περί των γενεαλογιών των Θεών ύμνους και τις περί των στοιχείων του κόσμου παραδόσεις. Διευκρινίζεται, δε, ότι η Θεογονία αποτελεί την συνέχεια της παλαιάς αρχεγόνου ποιήσεως της νεολιθικής εποχής (7000-3000 π.Χ.), η οποία ήτο θρησκευτικού χαρακτήρος και αναφέρεται στην χρυσή εποχή του δικαίου Παμβασιλέως Διός, όστις και θεοποιήθηκε, λόγω του ασύγκριτου μεγαλείου του, μαζί με την ομάδα των αρχαιο-ελληνικών Θεών του δικού του περιβάλλοντος.
Οι αρχαιοελληνικοί Θεοί, δεν έπεσαν εξ ουρανού, αλλά είναι η φυσική συνέχεια και συνέπεια της θρησκευτικής αναζητήσεως των υψηλού αισθητικού και συναισθηματικού επιπέδου αυτοχθόνων Πελασγών, οι οποίοι διεσπάσθησαν στα γνωστά ελληνικά φύλα των Αχαιών, Δωριαίων, Ιώνων και Αιολών, και συνασπίστηκαν αργότερα για να συναποτελέσουν την Ελληνική φυλή (Τρωϊκός πόλεμος). Δηλαδή οι Έλληνες είναι οι ίδιοι οι Πελασγοί με άλλο όνομα.
Κατά την Θεογονία, λοιπόν, τα πρώτα στοιχεία του κόσμου είναι: το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Το Χάος είναι το αδρανές στοιχείο, ο Έρως είναι το δυναμικό στοιχείο και η Γαία η έκφραση της γονιμότητας του κόσμου του επιστητού και των φυσικών φαινομένων, των ορατών και των αοράτων.
Εκ της Γαίας, διά παρθενογεννήσεως, προέκυψαν ο Ουρανός, τα Όρη, η Θάλασσα και ο Τυφών` εκ της ενώσεως της Γαίας και του Ουρανού γεννώνται, μεταξύ άλλων, ο Κρόνος και η Ρέα και εξ αυτών ο Δίας, η Δήμητρα (Γη μήτηρ) και τρία ακόμη αδέλφια. Ο Δίας συνήψε εννέα γάμους, αλλά θα σταθούμε στον γάμο του με την Λητώ, η οποία γέννησε την Άρτεμη (και τον Απόλλωνα), καθώς και στην γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του ίδιου του Δία.
Μέσα από την πολλότητα των αρχαίων ελληνικών θεών ξεχωρίζουμε την Δήμητρα ως θεά της γεωργίας, την Άρτεμη ως θεά του κυνηγίου και την Αθηνά ως θεά και της γεωργίας για ειδικές καλλιεργητικές περιπτώσεις (οργώματος, σποράς, θερισμού, κλπ). Αυτές οι τρεις θεές είναι δισέγγονες της πανάρχαιας θεάς της γονιμότητας Γαίας και συνυπεύθυνες για το έργο που μόνη της διεκπεραίωνε η προγιαγιά τους στον τομέα της γεωργίας. Και στη φάση αυτή, της διαιώνιας θρησκείας των πελασγοελλήνων, επιβιώνει η λατρεία της φύσεως, με την διαφορά ότι αφού πέρασαν στην προσωποποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της Γης και των στοιχείων της φύσεως (στοιχειών) κατά την νεολιθική και εν πολλοίς την πελασγική εποχή, έφθασαν στην θεία εξιδανίκευση των δυνάμεων της Γης, της γονιμότητας και της Φύσης γενικότερα, στην περίοδο που κατισχύει η Θεογονία του Ησιόδου, ως ιερά ιστορία των Ελλήνων. Και να το ξανατονίσουμε, ότι αυτοί οι αρχαιοελληνικοί θεοί (κάπου 30.000) είναι εξιδανικευμένα και θεοποιημένα πρόσωπα της προϊστορίας μας.
Από την αρχαιοελληνική Θρησκεία στην Ελληνική Ορθοδοξία
Η αρχαιοελληνική θρησκεία διέγραψε μία θριαμβευτική πορεία 3000 ετών τουλάχιστον, δηλ. από το 2500 π.Χ. μέχρι το 500 π.Χ. και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργη και ανεξήγητη η παράδοση της σκυτάλης στον Ελληνικού τύπου Χριστιανισμό, στην Ορθοδοξία. Οι αρχαίοι θεοί είχαν κουραστεί. Όμως η Ελληνική Ορθοδοξία, προς διάκριση από τις άλλες ορθοδοξίες που δεν είναι καθόλου ίδιες, δεν επεκράτησε αστραπιαίως, αλλά πήρε τουλάχιστον 500 χρόνια για να ολοκληρωθεί η μετάβαση από την παλιά στη νέα θρησκεία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι Πατέρες της εκκλησίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, μαζί με τις Συνόδους έσπρωξαν/υποχρέωσαν τους Έλληνες προς την Ορθοδοξία με επίμονες και συστηματικές προσπάθειες, οι οποίες, όπως θα δούμε, από πλευράς θρησκευτικής και τελετουργικής δεν κατάφεραν να εξοστρακίσουν τον αρχαιοελληνικό τελετουργικό και μυστηριακό τρόπο, αλλά τον υιοθέτησαν έστω και μεταμφιεσμένο.
Ο Σικελιανός έχει αφήσει ατέλειωτη μία τραγωδία, τον "Ασκληπιό", που εκτυλίσσεται στον 5ο μ.Χ. και εμφανίζει την παλαιά και τη νέα θρησκεία να συνυπάρχουν, ενώ σε μερικές περιοχές της Ελλάδος συνυπήρχαν μέχρι και τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών αναπαρίσταται η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του ορθοδόξου ναού από την παλαιοχριστιανική εποχή μέχρι των ημερών μας, από την οποία προκύπτει ότι ο ορθόδοξος Χριστιανικός ναός χτίστηκε ακριβώς πάνω στην δομική φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού ναού (πρόναος, κύριος ναός, ιερό με αγία τράπεζα ή βωμό). Ακόμη και η στέγη ήταν επί αιώνες η ίδια με αυτή του αρχαίου ναού, ενώ σε μερικούς απλούς και φτωχούς ορθοδόξους ναούς και ξωκκλήσια διατηρείται και σήμερα.
Ο τελετουργικός και μυστηριακός χαρακτήρας της ορθοδόξου χριστιανικής λειτουργίας, μαζί με το μέλος και την υμνωδία, την ιερατική αμφίεση, τα αφιερώματα και το εορτολόγιο αποτελούν την θρησκευτική ιστορική συνέχεια του αρχαίου τυπικού. Ακόμη και ο τόπος ανεγέρσεως των αρχαίων και των ορθοδόξων ναών είναι επιλεγμένος με τα ίδια φυσιολατρικά κριτήρια. Αμφότεροι έχουν κτιστεί και κτίζονται σε τοποθεσίες απαράμιλλου φυσικού κάλλους και τοπίου, που αυτόματα ωθούν το θρησκευτικό συναίσθημα προς τα ύψη της υπέρβασης.
Ως προς το δογματικό μέρος της ορθοδοξίας, παραθέτω την άποψη του σοφού Γιώργου Θεοτοκά, όπως διατυπώθηκε στο διαχρονικό του κείμενο "Το "Δαιμόνιο" του Έλληνα": "Θα έλεγε ίσως κανείς πως η Ελλάδα δεν αποκήρυξε ποτέ ολότελα τον προγονικό της παγανισμό, μα πως όταν δέχτηκε το χριστιανισμό, σαν προέκταση των αρχαίων μυστηρίων και του πλατωνισμού, προσάρμοσε απάνω της τα στοιχεία του εκείνα που μπορούσαν να συνυπάρξουν με τις παραδόσεις της.
Νομίζει κανείς, πως έγινε κάποιος υποσυνείδητος συμβιβασμός ανάμεσα στο λαό και στη νέα θρησκεία. Ο λαός πήρε από το χριστιανισμό ό,τι του φάνηκε ωραίο ή χρήσιμο. Η θρησκεία απέφυγε να έρθει σε αντίθεση με τις βάσεις της πνευματικότητας του λαού, τέτοιες που τις νοιώθουμε στα παλιά και στα νεώτερα γραφτά του έργα, ίσα-ίσα προσπαθώντας να ταιριάζει μαζί τους. Κι οι θεοί λάβανε μέρος σ' αυτήν τη συνεννόηση.
Έχασαν βέβαια τα ονόματά τους κι ένα σημαντικό ποσοστό από την εξουσία τους κι από το κύρος τους, κατόρθωσαν όμως να διατηρήσουν ως ένα σημείο την προσωπικότητά τους και τη μυθολογία τους. Δεν είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τον Άρη κάτω από τη μορφή του αη-Γιώργη, θεού των ελληνικών στρατευμάτων, ή τον Ποσειδώνα πίσω από τον αη-Νικόλα, Θεό των ναυτών και των καραβιών. Ο Ιησούς της Ελλάδας έχει ορισμένες ομοιότητες με τον Απόλλωνα και τον Ορφέα. Ο Χάρων έγινε Χάρος".
Ο Ακαδημαϊκός και καθηγητής της Λαογραφίας Κ. Ρωμαίος σε εκτεταμένη του μελέτη έχει αποδείξει, ότι το χριστιανικό εορτολόγιο και οι θρησκευτικές μας παραδόσεις (πανηγύρια κλπ) κυριολεκτικώς περπατούν πάνω στα αντίστοιχα ανάλογα της αρχαιοελληνικής θρησκείας και λατρείας και στις πανάρχαιες παραδόσεις. Και δικαιώνεται ο διεισδυτικός Καβάφης όταν στο περίφημο ποίημά του "Ιωνικόν" γράφει ότι: "Κι αν εσπάσαμε τα αγάλματά των
κι αν εδιώξαμεν τους Θεούς από τους ναούς των
διόλου δεν απέθαναν γι' αυτό οι θεοί".
Όμως θα επικεντρώσω την προσοχή μου επί ενός θέματος αμιγώς δογματικού χαρακτήρος, όπως τούτο έχει υποπέσει στην αντίληψή μου και όπως βιώνεται στην Ελληνική ύπαιθρο. Για παράδειγμα στη Σίφνο υπάρχουν 232 ναοί, ναΐδρια, ξωκκλήσια και μοναστήρια (Μικροί Παρθενώνες). Από αυτά περισσότερα από 80 είναι αφιερωμένα και τιμούν την Παναγία και μόλις 4 τον ίδιο τον Χριστό. Μάλιστα, δε, από τους 28 περισσότερο διακεκριμένους ναούς με δικέφαλο αετό στο δάπεδο, οι 14 εορτάζουν την Παναγία. Σε κάθε νομό, επαρχία και νησί της Ελλάδος, κατά προτίμηση την καλοκαιρινή περίοδο και πάντως σπανιότατα τον χειμώνα, εορτάζονται μεγάλης ακτινοβολίας τετιμημένοι ναοί στο όνομα της μητέρας του Χριστού: Παναγία της Τήνου, του Μάλεβη, της Τσακωνίας, της Εκατονταπυλιανής της Πάρου, της Χρυσοπηγής της Σίφνου, την Παναγία του Σουμελά, του Μεγάλου Σπηλαίου κλπ. Ακόμη και ο ναός της Παρθένου Αθηνάς επί της Ακροπόλεως των Αθηνών κατοικήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Και απορώ και αναρωτιέμαι, πόσοι ναοί είναί αφιερωμένοι στο όνομα του ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας στον τόπο μας; Ελαχιστότατοι. Πηγαίνοντας και λίγο πιο πίσω, ο εθνικός ύμνος των Βυζαντινών αναφέρονταν στην Υπέρμαχο Στρατηγό την Παναγία. Και το ένδοξο ελληνικό έπος του 1940 ετέλη υπό την σκέπη της Παναγίας.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη για τους ορώμενους όχι τα αόρατα αλλά τα ορατά έξω από δογματικούς φανατισμούς. Ο θρησκευτικός προσανατολισμός των κατοίκων του τόπου τούτου από την παλαιολιθική, και οπωσδήποτε από την νεολιθική εποχή, ήταν συνυφασμένος με το θείο θαύμα της ελληνικής φύσεως και εκφρασμένος μέσα από την ανεξήγητη γονιμότητά της, που προσήγγιζε την έκφρασή της μέσα από την διαιώνια γυναικεία μορφή της αναπαραγωγής. Δεν γινότανε αλλιώς. Το Χριστιανικό δόγμα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί, λίαν ευφυώς, την αξεπέραστη πραγματικότητα, να πάρει τον χαρακτήρα της Ελληνικής Ορθοδοξίας και να πιστέψουν οι Έλληνες στην άφθαρτη διαιώνια μητέρα, να την προσωποποιήσουν, να την εξιδανικεύσουν και εν τέλει να την θεοποιήσουν, προσδίδοντας το όνομα όχι της Αγίας Μαρίας των Λατίνων και της Μαίρης των Προτεσταντών, αλλά της Παν-αγίας μητρός του Θεού, της Θεοτόκου.
Οι Καθολικοί έχουν την γαλανομάτα Μαντόνα στις τρισδιάστατες εικόνες τους και τα ειδωλολατρικά αγάλματά της, οι δε Προτεστάντες την αγνοούν προκλητικά. Η Ελληνική Ορθόδοξη Παναγία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού μας δόγματος, ως αναγκαία φυσική συνθήκη του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων, που θέλει να την ταυτίσει με την Θεία Φυσική δημιουργία και την ανεξιχνίαστη αρχή της.
Φυσιολατρεία: η διαιώνια Θρησκεία των Ελλήνων
Μέσα από τις διαφορετικές της εκφράσεις η διαιώνια θρησκεία των Ελλήνων (Πελασγοελλήνων) είναι μία: H Φύση. Οι βασικές της μορφές από την νεολιθική εποχή της 8ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σήμερα έχουν κοινές ρίζες, που αρδεύονται από το απαράμιλλο κάλλος και θείο θαύμα της Ελληνικής Φύσεως. Η φύση που μας φιλοξενεί, η γη, η θάλασσα, ο αγέρας, τα βουνά, ο ήλιος και το στερέωμα είναι όλο πνεύμα. Ζούμε σε μία πνευματοποιημένη φύση για τους ορώμενους τα ορατά και τα αόρατα. Το συναίσθημα ξεχειλίζει και κατισχύει της κοινής λογικής.
Στα πλαίσια του φυσικού τούτου θείου δώρου, ήταν επόμενο να εμπεδωθεί το διαιώνιο λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα, όλων των εποχών, πέραν παντός δογματισμού και να ταυτιστεί με την διηνεκή γιορτή των χρωμάτων, του φωτός, των συναισθημάτων και της αυτόματης προσέγγισης του Θείου. Ο διαχρονικός άνθρωπος του τόπου μας αυτόνομα, ενστικτωδώς και κατά θείαν επιταγήν πέρασε από την φυσιο-λατρεία της εποχής του αρχέτυπου, στην προσωποποίηση της Θεάς Γονιμότητας με τα αγαλματίδια της νεολιθικής εποχής. Ακολούθησε η άκρως ευαισθητοποιημένη Θεά - Γαία των εκπληκτικών κυκλαδίτικων ειδωλίων, για να επικυρωθεί και σφραγιστεί η κοινή Θρησκευτική και λατρευτική πορεία των Πελασγών - Προελλήνων με την ιερά ιστορία των Ελλήνων της Θεογονίας. Εδώ σαφώς το πρωταρχικό στοιχείο είναι η πανάρχαια Θεά Γαία και οι δισέγγονες Δήμητρα, Αθηνά, Άρτεμις και εκατοντάδες Μούσες και Νύμφες που εξέφραζαν την εξιδανικευμένη προσωποποίηση της φύσεως στην απέραντη πολλαπλότητά της.
Ο φανατισμός και η εμπάθεια έως καταστροφής των Γαλατοχριστιανών, κυρίως του 5ου μ.Χ. αιώνος, εναντίον κάθε "ελληνικού", έχει εμποδίσει και εμποδίζει ακόμη να διακρίνουμε, ότι πίσω από την Ελληνική Ορθοδοξία κρύβεται και συνεχίζεται ζώσα η διαιώνια Θρησκεία της Φυσιο-λατρείας των Ελλήνων που πάντα θέλουν θηλυκού γένους τον Θεό τους.
Και επιμένουν να τον τιμούν και να τον εορτάζουν πανηγυρικά μέσα στην επανάσταση των λουλουδιών και της ανθοφορίας των χρωμάτων, της καλοκαιρινής συγκομιδής και του κατακλυσμιαίου καλοκαιρινού φωτός που είναι όλο πνεύμα.
Η Ορθοδοξία μέσα από το τυπικό και τελετουργικό και την μυστηριακή της μαγεία, διέσωσε αυτούσιο, ό,τι πανάρχαιο υπάρχει στις θρησκευτικές μας παραδόσεις από την νεολιθική και κλασσική εποχή, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να προσωποποιήσει ιδανικά το θείο, αλλά και να το εξιδανικεύσει, δια της Παναγίας (και των Αγίων) σε ανώτατο βαθμό εξοικείωσης για τον άνθρωπο. Και όλα ταύτα μακράν του δογματικού χαρακτήρος του δυτικού Χριστιανισμού και των ευθυνών του για το σημερινό μας χάλι, όταν η ορθοδοξία ουδεμίαν συμμετοχή έχει. ΝΤΑ ΜΑΣ ΕΝΩΝΑΝ ΩΣ ΛΑΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ ΟΣΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΑΝ.
ΑΣ ΤΟ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ,ΚΙ ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΜΑΣ ΟΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΩΣΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ,
ΚΙ ΑΣ ΑΣΧΟΛΗΘΟΥΜΕ ΜΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΑΣΠΑΣΟΥΝ ΠΑΛΙ,ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟ ΑΦΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!
Περιοδικό "Τότε...", τ. 48, Μάιος-Ιούν. 1994
Η φύση αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα σε οτιδήποτε συμβαίνει στον τόπο τούτο, που στους ιστορικούς χρόνους ονομάστηκε Ελλάς. Όταν οι πρώτοι άνθρωποι στάθηκαν όρθιοι στα δύο τους πόδια σύντομα κατάλαβαν ενστικτωδώς ότι ήσαν ανίσχυροι, αδύναμοι και έρμαια τυχαίων φυσικών γεγονότων από τα οποία εξαρτώταν η επιβίωσή τους. Σεισμοί και καταποντισμοί, βροχές και καταιγίδες, κρύο και ζέστη, το σκοτάδι της νύχτας, τα άγρια θηρία και πάνω απ' όλα η πείνα, που τυχαία μόνον αντιμετωπιζόταν, δημιούργησαν στον αρχέτυπο άνθρωπο το αίσθημα του δέους και της εξάρτησης από τους φυσικούς παράγοντες που τον περιέβαλαν. Νύχτωνε και δεν ήξερε αν θα ξημερώσει. Πείναγε και δεν ήταν βέβαιος αν θα βρει τροφή. Κρύωνε και κρυβότανε στις σπηλιές για να ζεσταθεί.
Τα στοιχεία της φύσεως θεοποιούνται
Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του, ότι αυτός ήταν ο κυρίαρχος του περιβάλλοντος, ούτε καν διανοήθηκε ότι ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Αντίθετα μάλιστα, περιδεής και αβοήθητος, θεοποίησε τις φοβερές φυσικές δυνάμεις καθώς και την πλατύστηθη Γη που εντελώς ανεξήγητα του προσπόριζε τα προς το ζειν, και η οποία πότε πάγωνε και ξεραίνονταν και πότε πάλι ξαφνικά έθαλλε, χρωματίζονταν κι έβγαζε καρπούς απ' τα σπλάχνα της για να χορταίνει την πείνα του.
Και το ανθρωπάκι θεοποίησε τη Γη, καθώς και τα στοιχεία της Φύσεως, τον Ήλιο και το Φεγγάρι, με το αλάνθαστο ένστικτο του πρωτόγονου ανθρώπου και του Αρχανθρώπου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, που έζησε πριν 750.000 χρόνια στα μέρη μας. Και είχαν συντελεστεί όλα τίμια και αληθινά, γιατί δεν είχε ακόμη εφευρεθεί το αδίσταχτο εργαλείο της λογικής. Ήταν η εποχή της φυσιο-λατρείας και του τοτεμισμού.
Ο Πολιτισμός του Σέσκλου
Ο παλαιολιθικός άνθρωπος εγκατέλειψε τον πλάνητα βίο του θηρευτή και συλλέκτη καρπών της φύσης προς επιβίωση, όταν πριν 9000 χρόνια πέρασε στην παραγωγική εποχή που ονομάστηκε Νεολιθική. Τότε ο άνθρωπος του τόπου μας ανακάλυψε την Γεωργία, έγινε καλλιεργητής, κτηνοτρόφος και ψαράς και σταμάτησε τον περιπατητικό βίο προς ανεύρεση τροφής. Η Νεολιθική εποχή χρονολογείται στην περίοδο 7000-3000 π.Χ.
Την εποχή αυτή άνθισε σπουδαίος πολιτισμός στη Θεσσαλία, ο οποίος πήρε το όνομα "Πολιτισμός του Σέσκλου" με περισσότερο από 170 οικισμούς.
Ιδιαίτερα ο οικισμός του ίδιου του Σέσκλου παρουσιάζει αξιοζήλευτη πολεοδομία, αρχιτεκτονική και κεραμική που αποδείχνει το ανώτερο πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό του επίπεδο. Ανάμεσα στα πολλά αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν κάτι γυναικείες μορφές σε ψημένο πηλό με εξογκωμένα στήθη, διογκωμένη λεκάνη και πελώριους γλουτούς που πιθανότατα συμβολίζουν την "Θεά Γονιμότητα" και χρονολογούνται στο 5000 π.Χ. περίπου.
Από αισθητικής πλευράς προκαλούν τον θαυμασμό και σίγουρα δεν φιλοτεχνήθηκαν για να τιμήσουν την γυναίκα αλλά την γονιμότητα που κρύβεται πίσω από το γυναικείο φύλο. Προφανώς ο νεολιθικός γλύπτης του Σέσκλου επηρεασμένος από το θαύμα της φύσεως να γεννοβολάει κάθε χρόνο κατά τρόπον ανεξήγητο, όπως η γυναίκα, μοιραίως οδηγήθηκε μέσα από αυτή την αυτόνομη αναγεννητική μαγεία και καρποφορία στην Θεοποίηση της Φύσης (όπως και ο προηγούμενος άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής). Και η θεοποίηση αυτή εκφράστηκε καλλιτεχνικά μέσα από το "Είδωλο" της μάνας-γης, όπως το βλέπουμε στα προϊστορικά αγαλματίδια του Σέσκλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι της περιοχής Σέσκλου, καθώς και άλλων περιοχών -βορειότερα στον Μακρύγιαλο Πιερίας (Μακεδονία), νοτιότερα στον Ορχομενό, Κορινθία, Νησιά Κυκλάδων, Κρήτη, Κύπρο κ.λπ.- ήσαν Πελασγοί, προφανώς αυτόχθονες, και μιλούσαν την πελασγική γλώσσα η οποία διατηρήθηκε ως ιδίωμα της ελληνικής μέχρι της κλασσικής αρχαιότητας.
Ιχνηλατώντας τον Κυκλαδικό Πολιτισμό
Ο Κυκλαδικός Πολιτισμός (όπως τον ονόμασε ο μεγάλος αρχαιολόγος Χρ. Τσούντας) στην Πρωτοκυκλαδική του φάση (3200-2000 π.Χ.) δημιουργήθηκε χωρίς καμία αμφιβολία από τους Πελασγούς. Αυτός ο λαός βρέθηκε στο θαλάσσιο σταυροδρόμι μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδος και Μικράς Ασίας, και περαιτέρω μεταξύ Κρήτης και ηπειρωτικής Ελλάδος. Έχοντας ανακαλύψει οι Πελασγοί την τροπίδα (καρίνα) των πλοίων διέσχιζαν με ευκολία το Αιγαίο (και την Μεσόγειο) προς πάσαν κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ο Κυκλαδικός πολιτισμός και να γνωρίσει οικονομική ευημερία η περιοχή, καθώς και υψηλό πολιτιστικό επίπεδο.
Αψευδή μαρτυρία για το υψηλό επίπεδο τέχνης και αισθητικής αποτελούν τα περίφημα κυκλαδικά "Ειδώλια" φτιαγμένα από μάρμαρο της Πάρου και της Νάξου που εύκολα δουλεύονταν με το σκληρό οψιανό της Μήλου. Τα εν λόγω ειδώλια που βρέθηκαν κυρίως στις Κυκλάδες, αλλά και σε άλλα νησιά του Αιγαίου καθώς και στην ηπειρωτική Ελλάδα, απεικονίζουν το ίδιο θέμα μέσα στην εξελικτική του πορεία. Δηλαδή ένα βιολόσχημο έως ανθρωπόμορφο ον, αλλά πάντοτε ως αφηρημένη τέχνη.
Τελικά όταν οριστικοποιήθηκε και σταθεροποιήθηκε αισθητικά το "Ειδώλιο" γύρω στο 2500 π.Χ., αποτέλεσε ένα εκπληκτικό προϊόν υψηλοτάτης γλυπτικής τέχνης που η απεικονιζομένη μορφή "μόλις υπερβαίνει την πέτρα" καθώς λέει ο Ελύτης. Και η μορφή είναι πάντα η ίδια. Δηλαδή μία όρθια γυναικεία μορφή με σταυρωμένα χέρια σχεδόν δύο διαστάσεων. Ακριβώς όπως συμβαίνει με τις βυζαντινές εικόνες (Ειδώλιο και εικών έχουν την ίδια ρίζα), οι οποίες και αυτές στερούνται βάθους και προοπτικής, εξασφαλίζοντας έτσι μίαν υπερβατική θρησκευτική αίσθηση για το εικονιζόμενο.
Τα ειδώλια βρέθηκαν σε μεγάλο αριθμό στα νεκροταφεία (ταφικά αναθήματα) αλλά και στα σπίτια, και είναι φανερή η ιστορική και πολιστική συνέχεια στον Ελλαδικό χώρο από την νεολιθική στην κυκλαδική εποχή.
Αν απορρίψουμε το έξωθεν επιβληθέν σύμπλεγμα του 3000 π.Χ., δηλαδή ότι η ελληνική προϊστορία δεν μπορεί να υπερβεί την 3η χιλιετία π.Χ., για να μην υπερκεράσει τον Αιγυπτιακό πολιτισμό, τότε χωρίς δυσκολία αναγνωρίζουμε τον θρησκευτικό χαρακτήρα των κυκλαδικών ειδωλίων τα οποία συμβολίζουν και τιμούν την Θεά της γονιμότητας ή την Μητέρα Γαία, ως θρησκευτική συνέχεια της νεολιθικής εποχής του 7000-3000 π.Χ.
Οι Κυκλαδίτες Πελασγοί είχαν αναπτύξει τις θρησκευτικές τους δοξασίες σε βαθμό που να τιμούν τον Δία, σύμφωνα με τον Όμηρο, ο οποίος στην Ιλιάδα αναφέρεται στον Πελασγικό Δία. Όμως, με τα ειδώλιά τους, δεν παύουν να υμνούν με μεγάλη θρησκευτική ευαισθησία το θαύμα της γονιμότητας της Φύσης, μέσα από την τέχνη, η οποία την εποχή εκείνη έφθασε στο ύψιστο επίπεδο από πλευράς αποδόσεως θείου σεβασμού.
Η κυκλαδική γλυπτική των ειδωλίων έφθασε σε τέτοιο σημείο αισθητικής τελειότητας ώστε η γλυπτική της κλασσικής αρχαιότητας να είναι μεν απαράμιλλη ως τεχνική και τέχνη, να υστερεί όμως έναντι της κυκλαδικής από πλευράς υπερβατικής ευαισθησίας, τουλάχιστον στον τομέα της έκφρασης σεβασμού και προσδιορισμού του θείου. Ο κυκλαδίτης γλύπτης δεν διανοήθηκε να απεικονίσει τον Θεό κατ' εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου, έστω και τέλεια ωραιοποιημένου. Γεγονός που αποδείχνει το υψηλότατο πολιτιστικό-θρησκευτικό-αισθητικό επίπεδο των κυκλαδιτών. Κι ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα η αφηρημένη τέχνη των Κυκλαδιτών αποτελεί βασικό πρωτοποριακό ρεύμα γλυπτικής τέχνης με μπροστάρη τον διάσημο Μουρ.
Οι Μινωϊκοί Θεοί
Ο λαμπρός Μινωϊκός πολιτισμός αναπτύχτηκε στην περίοδο 3000-1450 π.Χ. περίπου, παράλληλα χρονολογικά με τον Κυκλαδικό πολιτισμό. Ο Όμηρος και ο Στράβων (καθώς και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς) αναφέρονται στους πανάρχαιους κατοίκους της Κρήτης, τους Ετεόκρητες, οι οποίοι ήσαν φύλον Πελασγικόν, με λαλιάν ελληνο-Πελασγική, όπως έχει προκύψει από τρεις καταπληκτικές επιγραφές, που βρέθηκαν στην Πραισό της Κρήτης και διαβάστηκαν. (Ίδια περίπτωση με τις Πελασγικές επιγραφές της Λήμνου).
Ο Στράβων, εξάλλου, αναφέρει: "Σταφύλος ...το νότιον ετεόκρητας, ων είναι πολίχνιον Πράσον, όπου το του Δικταίου Διός ιερόν" (Υ 475). Αλλά και κατά τον Όμηρο οι Ετεόκρητες ήσαν οι γηγενείς κάτοικοι της Κρήτης (ΟΔΥΣ. T 175). Σε πρόσφατες δε ανασκαφές στην Πραισό απεκαλύφθη ενεπίγραφος πλάκα με τον ύμνο των Κουρητών προς τον Δικταίο Δία, χωρίς να ξεχνάμε και τον Πελασγικό Δία τον οποίο επικαλείται ο Αχιλλέας (ΙΛ. Π 233).
Βεβαίως, στην μυθοποιημένη ιστορία μας, δηλαδή στην "Ελληνική Μυθολογία", γνωστόν τυγχάνει, ότι ο Δίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας, είναι Κρητικής καταγωγής και ότι στην Κρήτη γεννήθηκε και από εκεί άρχισε η εξέλιξή του. Όμως από πανάρχαιες επιγραφές στην ελληνο-πελασγική διάλεκτο προκύπτει, ότι υπάρχουν και οι πλείστοι των άλλων θεών από την Μινωϊκή και κυρίως την Μυκηναϊκή εποχή, η οποία αποτελεί την ευθεία πολιτική-πολιτιστική-θρησκευτική και ιστορική συνέχεια της Μινωϊκής.
Οι θεότητες στην Μινωϊκή περίοδο είναι διάφορες με κυρίαρχο τον Δία, χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα κάποια θεά γονιμότητας, όπως τούτο παρετηρήθη στον Πολιτισμό του Σέσκλου της Θεσσαλίας την 5η-6η χιλιετία π.Χ. και στην Κυκλαδική εποχή της 3ης χιλιετίας. Όμως είναι γνωστόν ότι τα ονόματα της Θεάς Αθηνάς και της Θεάς Αρτέμιδος έχουν αναγνωστεί σε επιγραφές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Οι δύο αυτές Θεές, μαζί με τη Θεά Δήμητρα, συνεξέφρασαν την πανάρχαια Θεά της Γονιμότητος στην συνέχεια της "Ελληνικής Ιεράς Ιστορίας" όπως θα δούμε παρακάτω, ήτοι στην Θεογονία του Ησιόδου.
Η Θεογονία του Ησιόδου και οι αρχαιοελληνικοί Θεοί
Ευθύς εξ αρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι, η Θεογονία του Ησίοδου είναι το αρχαιότερο γραπτό κείμενο Ελληνικής ιστορίας, και διόλου μυθολογίας, μετά την ιστορία που κρύβεται πίσω από τις λέξεις της ίδιας της Ελληνικής γλώσσας. Η Θεογονία ή αλλιώς η "Ιερά Ιστορία των Ελλήνων" δεν είναι έργο του Ησιόδου, όπως ο ίδιος το βεβαιώνει, αλλά έργον προγενεστέρας εποχής, που καθ' ημάς αρχίζει να υφαίνεται στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Η Θεογονία είναι έργο του Ιερατείου των Μουσών, συντεθέν στα Μουσεία (Κέντρα μελέτης και ερευνών) του Ελικώνος και της Βοιωτίας, και περιλαμβάνει αυτούσιους ή διασκευασμένους τους παλαιούς περί των γενεαλογιών των Θεών ύμνους και τις περί των στοιχείων του κόσμου παραδόσεις. Διευκρινίζεται, δε, ότι η Θεογονία αποτελεί την συνέχεια της παλαιάς αρχεγόνου ποιήσεως της νεολιθικής εποχής (7000-3000 π.Χ.), η οποία ήτο θρησκευτικού χαρακτήρος και αναφέρεται στην χρυσή εποχή του δικαίου Παμβασιλέως Διός, όστις και θεοποιήθηκε, λόγω του ασύγκριτου μεγαλείου του, μαζί με την ομάδα των αρχαιο-ελληνικών Θεών του δικού του περιβάλλοντος.
Οι αρχαιοελληνικοί Θεοί, δεν έπεσαν εξ ουρανού, αλλά είναι η φυσική συνέχεια και συνέπεια της θρησκευτικής αναζητήσεως των υψηλού αισθητικού και συναισθηματικού επιπέδου αυτοχθόνων Πελασγών, οι οποίοι διεσπάσθησαν στα γνωστά ελληνικά φύλα των Αχαιών, Δωριαίων, Ιώνων και Αιολών, και συνασπίστηκαν αργότερα για να συναποτελέσουν την Ελληνική φυλή (Τρωϊκός πόλεμος). Δηλαδή οι Έλληνες είναι οι ίδιοι οι Πελασγοί με άλλο όνομα.
Κατά την Θεογονία, λοιπόν, τα πρώτα στοιχεία του κόσμου είναι: το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Το Χάος είναι το αδρανές στοιχείο, ο Έρως είναι το δυναμικό στοιχείο και η Γαία η έκφραση της γονιμότητας του κόσμου του επιστητού και των φυσικών φαινομένων, των ορατών και των αοράτων.
Εκ της Γαίας, διά παρθενογεννήσεως, προέκυψαν ο Ουρανός, τα Όρη, η Θάλασσα και ο Τυφών` εκ της ενώσεως της Γαίας και του Ουρανού γεννώνται, μεταξύ άλλων, ο Κρόνος και η Ρέα και εξ αυτών ο Δίας, η Δήμητρα (Γη μήτηρ) και τρία ακόμη αδέλφια. Ο Δίας συνήψε εννέα γάμους, αλλά θα σταθούμε στον γάμο του με την Λητώ, η οποία γέννησε την Άρτεμη (και τον Απόλλωνα), καθώς και στην γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του ίδιου του Δία.
Μέσα από την πολλότητα των αρχαίων ελληνικών θεών ξεχωρίζουμε την Δήμητρα ως θεά της γεωργίας, την Άρτεμη ως θεά του κυνηγίου και την Αθηνά ως θεά και της γεωργίας για ειδικές καλλιεργητικές περιπτώσεις (οργώματος, σποράς, θερισμού, κλπ). Αυτές οι τρεις θεές είναι δισέγγονες της πανάρχαιας θεάς της γονιμότητας Γαίας και συνυπεύθυνες για το έργο που μόνη της διεκπεραίωνε η προγιαγιά τους στον τομέα της γεωργίας. Και στη φάση αυτή, της διαιώνιας θρησκείας των πελασγοελλήνων, επιβιώνει η λατρεία της φύσεως, με την διαφορά ότι αφού πέρασαν στην προσωποποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της Γης και των στοιχείων της φύσεως (στοιχειών) κατά την νεολιθική και εν πολλοίς την πελασγική εποχή, έφθασαν στην θεία εξιδανίκευση των δυνάμεων της Γης, της γονιμότητας και της Φύσης γενικότερα, στην περίοδο που κατισχύει η Θεογονία του Ησιόδου, ως ιερά ιστορία των Ελλήνων. Και να το ξανατονίσουμε, ότι αυτοί οι αρχαιοελληνικοί θεοί (κάπου 30.000) είναι εξιδανικευμένα και θεοποιημένα πρόσωπα της προϊστορίας μας.
Από την αρχαιοελληνική Θρησκεία στην Ελληνική Ορθοδοξία
Η αρχαιοελληνική θρησκεία διέγραψε μία θριαμβευτική πορεία 3000 ετών τουλάχιστον, δηλ. από το 2500 π.Χ. μέχρι το 500 π.Χ. και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργη και ανεξήγητη η παράδοση της σκυτάλης στον Ελληνικού τύπου Χριστιανισμό, στην Ορθοδοξία. Οι αρχαίοι θεοί είχαν κουραστεί. Όμως η Ελληνική Ορθοδοξία, προς διάκριση από τις άλλες ορθοδοξίες που δεν είναι καθόλου ίδιες, δεν επεκράτησε αστραπιαίως, αλλά πήρε τουλάχιστον 500 χρόνια για να ολοκληρωθεί η μετάβαση από την παλιά στη νέα θρησκεία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι Πατέρες της εκκλησίας, ο Θεοδόσιος και ο Ιουστινιανός, μαζί με τις Συνόδους έσπρωξαν/υποχρέωσαν τους Έλληνες προς την Ορθοδοξία με επίμονες και συστηματικές προσπάθειες, οι οποίες, όπως θα δούμε, από πλευράς θρησκευτικής και τελετουργικής δεν κατάφεραν να εξοστρακίσουν τον αρχαιοελληνικό τελετουργικό και μυστηριακό τρόπο, αλλά τον υιοθέτησαν έστω και μεταμφιεσμένο.
Ο Σικελιανός έχει αφήσει ατέλειωτη μία τραγωδία, τον "Ασκληπιό", που εκτυλίσσεται στον 5ο μ.Χ. και εμφανίζει την παλαιά και τη νέα θρησκεία να συνυπάρχουν, ενώ σε μερικές περιοχές της Ελλάδος συνυπήρχαν μέχρι και τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Στο Βυζαντινό Μουσείο των Αθηνών αναπαρίσταται η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του ορθοδόξου ναού από την παλαιοχριστιανική εποχή μέχρι των ημερών μας, από την οποία προκύπτει ότι ο ορθόδοξος Χριστιανικός ναός χτίστηκε ακριβώς πάνω στην δομική φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού ναού (πρόναος, κύριος ναός, ιερό με αγία τράπεζα ή βωμό). Ακόμη και η στέγη ήταν επί αιώνες η ίδια με αυτή του αρχαίου ναού, ενώ σε μερικούς απλούς και φτωχούς ορθοδόξους ναούς και ξωκκλήσια διατηρείται και σήμερα.
Ο τελετουργικός και μυστηριακός χαρακτήρας της ορθοδόξου χριστιανικής λειτουργίας, μαζί με το μέλος και την υμνωδία, την ιερατική αμφίεση, τα αφιερώματα και το εορτολόγιο αποτελούν την θρησκευτική ιστορική συνέχεια του αρχαίου τυπικού. Ακόμη και ο τόπος ανεγέρσεως των αρχαίων και των ορθοδόξων ναών είναι επιλεγμένος με τα ίδια φυσιολατρικά κριτήρια. Αμφότεροι έχουν κτιστεί και κτίζονται σε τοποθεσίες απαράμιλλου φυσικού κάλλους και τοπίου, που αυτόματα ωθούν το θρησκευτικό συναίσθημα προς τα ύψη της υπέρβασης.
Ως προς το δογματικό μέρος της ορθοδοξίας, παραθέτω την άποψη του σοφού Γιώργου Θεοτοκά, όπως διατυπώθηκε στο διαχρονικό του κείμενο "Το "Δαιμόνιο" του Έλληνα": "Θα έλεγε ίσως κανείς πως η Ελλάδα δεν αποκήρυξε ποτέ ολότελα τον προγονικό της παγανισμό, μα πως όταν δέχτηκε το χριστιανισμό, σαν προέκταση των αρχαίων μυστηρίων και του πλατωνισμού, προσάρμοσε απάνω της τα στοιχεία του εκείνα που μπορούσαν να συνυπάρξουν με τις παραδόσεις της.
Νομίζει κανείς, πως έγινε κάποιος υποσυνείδητος συμβιβασμός ανάμεσα στο λαό και στη νέα θρησκεία. Ο λαός πήρε από το χριστιανισμό ό,τι του φάνηκε ωραίο ή χρήσιμο. Η θρησκεία απέφυγε να έρθει σε αντίθεση με τις βάσεις της πνευματικότητας του λαού, τέτοιες που τις νοιώθουμε στα παλιά και στα νεώτερα γραφτά του έργα, ίσα-ίσα προσπαθώντας να ταιριάζει μαζί τους. Κι οι θεοί λάβανε μέρος σ' αυτήν τη συνεννόηση.
Έχασαν βέβαια τα ονόματά τους κι ένα σημαντικό ποσοστό από την εξουσία τους κι από το κύρος τους, κατόρθωσαν όμως να διατηρήσουν ως ένα σημείο την προσωπικότητά τους και τη μυθολογία τους. Δεν είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τον Άρη κάτω από τη μορφή του αη-Γιώργη, θεού των ελληνικών στρατευμάτων, ή τον Ποσειδώνα πίσω από τον αη-Νικόλα, Θεό των ναυτών και των καραβιών. Ο Ιησούς της Ελλάδας έχει ορισμένες ομοιότητες με τον Απόλλωνα και τον Ορφέα. Ο Χάρων έγινε Χάρος".
Ο Ακαδημαϊκός και καθηγητής της Λαογραφίας Κ. Ρωμαίος σε εκτεταμένη του μελέτη έχει αποδείξει, ότι το χριστιανικό εορτολόγιο και οι θρησκευτικές μας παραδόσεις (πανηγύρια κλπ) κυριολεκτικώς περπατούν πάνω στα αντίστοιχα ανάλογα της αρχαιοελληνικής θρησκείας και λατρείας και στις πανάρχαιες παραδόσεις. Και δικαιώνεται ο διεισδυτικός Καβάφης όταν στο περίφημο ποίημά του "Ιωνικόν" γράφει ότι: "Κι αν εσπάσαμε τα αγάλματά των
κι αν εδιώξαμεν τους Θεούς από τους ναούς των
διόλου δεν απέθαναν γι' αυτό οι θεοί".
Όμως θα επικεντρώσω την προσοχή μου επί ενός θέματος αμιγώς δογματικού χαρακτήρος, όπως τούτο έχει υποπέσει στην αντίληψή μου και όπως βιώνεται στην Ελληνική ύπαιθρο. Για παράδειγμα στη Σίφνο υπάρχουν 232 ναοί, ναΐδρια, ξωκκλήσια και μοναστήρια (Μικροί Παρθενώνες). Από αυτά περισσότερα από 80 είναι αφιερωμένα και τιμούν την Παναγία και μόλις 4 τον ίδιο τον Χριστό. Μάλιστα, δε, από τους 28 περισσότερο διακεκριμένους ναούς με δικέφαλο αετό στο δάπεδο, οι 14 εορτάζουν την Παναγία. Σε κάθε νομό, επαρχία και νησί της Ελλάδος, κατά προτίμηση την καλοκαιρινή περίοδο και πάντως σπανιότατα τον χειμώνα, εορτάζονται μεγάλης ακτινοβολίας τετιμημένοι ναοί στο όνομα της μητέρας του Χριστού: Παναγία της Τήνου, του Μάλεβη, της Τσακωνίας, της Εκατονταπυλιανής της Πάρου, της Χρυσοπηγής της Σίφνου, την Παναγία του Σουμελά, του Μεγάλου Σπηλαίου κλπ. Ακόμη και ο ναός της Παρθένου Αθηνάς επί της Ακροπόλεως των Αθηνών κατοικήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Και απορώ και αναρωτιέμαι, πόσοι ναοί είναί αφιερωμένοι στο όνομα του ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας στον τόπο μας; Ελαχιστότατοι. Πηγαίνοντας και λίγο πιο πίσω, ο εθνικός ύμνος των Βυζαντινών αναφέρονταν στην Υπέρμαχο Στρατηγό την Παναγία. Και το ένδοξο ελληνικό έπος του 1940 ετέλη υπό την σκέπη της Παναγίας.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι εύκολη για τους ορώμενους όχι τα αόρατα αλλά τα ορατά έξω από δογματικούς φανατισμούς. Ο θρησκευτικός προσανατολισμός των κατοίκων του τόπου τούτου από την παλαιολιθική, και οπωσδήποτε από την νεολιθική εποχή, ήταν συνυφασμένος με το θείο θαύμα της ελληνικής φύσεως και εκφρασμένος μέσα από την ανεξήγητη γονιμότητά της, που προσήγγιζε την έκφρασή της μέσα από την διαιώνια γυναικεία μορφή της αναπαραγωγής. Δεν γινότανε αλλιώς. Το Χριστιανικό δόγμα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί, λίαν ευφυώς, την αξεπέραστη πραγματικότητα, να πάρει τον χαρακτήρα της Ελληνικής Ορθοδοξίας και να πιστέψουν οι Έλληνες στην άφθαρτη διαιώνια μητέρα, να την προσωποποιήσουν, να την εξιδανικεύσουν και εν τέλει να την θεοποιήσουν, προσδίδοντας το όνομα όχι της Αγίας Μαρίας των Λατίνων και της Μαίρης των Προτεσταντών, αλλά της Παν-αγίας μητρός του Θεού, της Θεοτόκου.
Οι Καθολικοί έχουν την γαλανομάτα Μαντόνα στις τρισδιάστατες εικόνες τους και τα ειδωλολατρικά αγάλματά της, οι δε Προτεστάντες την αγνοούν προκλητικά. Η Ελληνική Ορθόδοξη Παναγία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού μας δόγματος, ως αναγκαία φυσική συνθήκη του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων, που θέλει να την ταυτίσει με την Θεία Φυσική δημιουργία και την ανεξιχνίαστη αρχή της.
Φυσιολατρεία: η διαιώνια Θρησκεία των Ελλήνων
Μέσα από τις διαφορετικές της εκφράσεις η διαιώνια θρησκεία των Ελλήνων (Πελασγοελλήνων) είναι μία: H Φύση. Οι βασικές της μορφές από την νεολιθική εποχή της 8ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σήμερα έχουν κοινές ρίζες, που αρδεύονται από το απαράμιλλο κάλλος και θείο θαύμα της Ελληνικής Φύσεως. Η φύση που μας φιλοξενεί, η γη, η θάλασσα, ο αγέρας, τα βουνά, ο ήλιος και το στερέωμα είναι όλο πνεύμα. Ζούμε σε μία πνευματοποιημένη φύση για τους ορώμενους τα ορατά και τα αόρατα. Το συναίσθημα ξεχειλίζει και κατισχύει της κοινής λογικής.
Στα πλαίσια του φυσικού τούτου θείου δώρου, ήταν επόμενο να εμπεδωθεί το διαιώνιο λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα, όλων των εποχών, πέραν παντός δογματισμού και να ταυτιστεί με την διηνεκή γιορτή των χρωμάτων, του φωτός, των συναισθημάτων και της αυτόματης προσέγγισης του Θείου. Ο διαχρονικός άνθρωπος του τόπου μας αυτόνομα, ενστικτωδώς και κατά θείαν επιταγήν πέρασε από την φυσιο-λατρεία της εποχής του αρχέτυπου, στην προσωποποίηση της Θεάς Γονιμότητας με τα αγαλματίδια της νεολιθικής εποχής. Ακολούθησε η άκρως ευαισθητοποιημένη Θεά - Γαία των εκπληκτικών κυκλαδίτικων ειδωλίων, για να επικυρωθεί και σφραγιστεί η κοινή Θρησκευτική και λατρευτική πορεία των Πελασγών - Προελλήνων με την ιερά ιστορία των Ελλήνων της Θεογονίας. Εδώ σαφώς το πρωταρχικό στοιχείο είναι η πανάρχαια Θεά Γαία και οι δισέγγονες Δήμητρα, Αθηνά, Άρτεμις και εκατοντάδες Μούσες και Νύμφες που εξέφραζαν την εξιδανικευμένη προσωποποίηση της φύσεως στην απέραντη πολλαπλότητά της.
Ο φανατισμός και η εμπάθεια έως καταστροφής των Γαλατοχριστιανών, κυρίως του 5ου μ.Χ. αιώνος, εναντίον κάθε "ελληνικού", έχει εμποδίσει και εμποδίζει ακόμη να διακρίνουμε, ότι πίσω από την Ελληνική Ορθοδοξία κρύβεται και συνεχίζεται ζώσα η διαιώνια Θρησκεία της Φυσιο-λατρείας των Ελλήνων που πάντα θέλουν θηλυκού γένους τον Θεό τους.
Και επιμένουν να τον τιμούν και να τον εορτάζουν πανηγυρικά μέσα στην επανάσταση των λουλουδιών και της ανθοφορίας των χρωμάτων, της καλοκαιρινής συγκομιδής και του κατακλυσμιαίου καλοκαιρινού φωτός που είναι όλο πνεύμα.
Η Ορθοδοξία μέσα από το τυπικό και τελετουργικό και την μυστηριακή της μαγεία, διέσωσε αυτούσιο, ό,τι πανάρχαιο υπάρχει στις θρησκευτικές μας παραδόσεις από την νεολιθική και κλασσική εποχή, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να προσωποποιήσει ιδανικά το θείο, αλλά και να το εξιδανικεύσει, δια της Παναγίας (και των Αγίων) σε ανώτατο βαθμό εξοικείωσης για τον άνθρωπο. Και όλα ταύτα μακράν του δογματικού χαρακτήρος του δυτικού Χριστιανισμού και των ευθυνών του για το σημερινό μας χάλι, όταν η ορθοδοξία ουδεμίαν συμμετοχή έχει. ΝΤΑ ΜΑΣ ΕΝΩΝΑΝ ΩΣ ΛΑΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ ΟΣΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΑΝ.
ΑΣ ΤΟ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ,ΚΙ ΑΣ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΜΑΣ ΟΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΩΣΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ,
ΚΙ ΑΣ ΑΣΧΟΛΗΘΟΥΜΕ ΜΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΑΣΠΑΣΟΥΝ ΠΑΛΙ,ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟ ΑΦΑΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!
2 σχόλια:
"ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ" Καβάφης
http://www.youtube.com/watch?v=jOumdr863O4&feature=related
Ισίδωρος
http://eoniaellhnikhpisti.blogspot.com/2010/12/2011_31.html?spref=fb
Δημοσίευση σχολίου